22 Οκτ 2023

Ψηφίδα

Πόσο το επιθυμώ να γίνω μια ψηφίδα στο μωσαϊκό του κόσμου. Στα χέρια του Μεγάλου Καλλιτέχνη να λαξευτώ μέρα τη μέρα της ζωής μου για να χωρέσω, να συγχωρέσω στον κοινό μας τόπο με τις άλλες ψηφίδες, την κοινή μας θέση στο μωσαϊκό του χρόνου. Να καταλάβω πώς όλοι οι προηγούμενοι, μα όλοι, παίζουν το ρόλο τους -στο σήμερα- και επηρεάζουν τις ευκαιρίες μου και τους περιορισμούς μου, πώς οι πιο κοντινοί φαίνεται να διεκδικούν το δικό τους χώρο δίπλα μου, πάνω μου, άλλοτε προσεκτικά και με διάκριση και άλλοτε άγαρμπα και επιθετικά. 

Πόσο το επιθυμώ να γίνω μια ταιριαστή ψηφίδα στο μωσαϊκό του κόσμου. Να τρίβονται οι ατέλειές μου στις ατέλειες του κοντινού, του ευρισκόμενου πλησίον, να μάθω τους τρόπους του, τις χαρές και τις λύπες, τις επιδιώξεις και τους φόβους του. Οι επιφάνειές μας να λαμποκοπήσουν στην τριβή της συνύπαρξης και να αντανακλούμε, σαν από πάντα συνταιριασμένοι, παραλλαγές της ίδια λάμψης, αλλά με το δικό μας, μοναδικό σχήμα και χρώμα. 

Πόσο το φοβούμαι να γίνω μια ψηφίδα στο μωσαϊκό του κόσμου. Πόσο τα μέσα μου αλυχτούν μόλις σκεφτώ ότι μπορεί να είμαι ακριβώς εξίσου σημαντικός με όλους τους άλλους: ούτε λιγότερο, ούτε παραπάνω. Πόσο τη νιώθω αυτή την άγρια ορμή να ξεχωρίσω, να μην υποταχτώ σε αυτό το σχήμα, να σπρώξω και να ουρλιάξω, να διώξω τους διπλανούς, να κερδίσω το δικό μου, κατάδικό μου χώρο της κορυφής, πάνω από τους άλλους. Πόσο ένας σκοτεινός θυμός θέλει να σπάσει το μωσαϊκό, την κοινή μοίρα, την ιστορία και την κοινή πορεία. Πόσο θα ήθελα να είμαι μεγαλύτερος από τον εαυτό μου... και πόσο αμείλικτα το ξέρω ότι αυτό σημαίνει να μικρύνω και να περιχωρήσω γλυκά, γιατί ακόμη και το το να ξεχωρίσεις πάντα αναφέρεται στους άλλους.

Πόσο βαθύτερα το επιθυμώ να νιώσω τους αρμούς με τις ψηφίδες δίπλα μου, σιγά σιγά, να μας δένουν στην ελευθερία της συνύπαρξης. Πόσο πολύ το θέλω η θέση μου, όταν το θεϊκό υλικό που μας συνδέει στεγνώσει γύρω μου, να είναι αυτή που θα επιτρέψει σε όλους τους επόμενους να χωρέσουν πιο απλά, πιο ξεκούραστα, πιο εύκολα στον κοινό χώρο. Πόσο φαντάζομαι οι προηγούμενες ψηφίδες να κοιτούν με κρυφή περηφάνια την άρρηκτη γραμμή που μας συνδέει.  Πόσο ονειρεύομαι να ζωγραφίσουμε μαζί την πιο όμορφη εικόνα, βαθιά ανθρώπινη, με γλύκα και παλμό παθιασμένο, στο ατάραχο πλαίσιο της ιστορίας.

Πόσο το τρέμω μήπως γίνω μια ψηφίδα αταίριαστη και πικρή, μια ατέλεια σε ένα τέλειο σχήμα. Πόσο φοβούμαι ο Καλλιτέχνης πως δε θα ασχοληθεί μαζί μου ή πως θα με πετάξει παραπέρα, έξω από την ομορφιά και τη συνάφεια.

Πόσο γελώ με τον εαυτό μου (και κρυφά θαυμάζω), που φαίνεται πως μέσα μου κάτι έχω από τον Μεγάλο Καλλιτέχνη: μια αγάπη που μου δίνει μάτια με τη βαθιά ανάγκη και επιθυμία, την ανέλπιστη δύναμη να αντικρύσουν το μωσαϊκό. Και πώς στις πιο μεγάλες μου στιγμές το καταφέρνω -ως δώρο, ως χάρη- σε μια τοσοδούλα, ολοταίριαστη ψηφίδα, να έχω τη χαρά να δω τον ίδιο τον Μεγάλο Καλλιτέχνη να περιχωρά και να στριμώχνεται, με ένα χαμόγελο αγαλλίασης, μέσα στη θάλασσα την ατέλειωτη των πολύχρωμων ψηφίδων...


20 Ιουν 2023

Όνομα

Γιατί να έχω όνομα; Τι κρύβει πίσω του, μέσα του, στα σπλάχνα του; Γιατί το χρειάζομαι, το χειρίζομαι, το επικαλούμαι, το μισώ και τ' αγαπώ. Γιατί το κάνω τατουάζ και προσπαθώ να το σβήσω; Τι μνήμες συνθέτει και αναπαράγει, τι λησμονιές ζητά, τι όνειρα γεννά και διαψεύδει; Γιατί το γιορτάζαμε και τώρα το παραβλέπουμε; Γιατί κληρονομείται ή γίνεται προϊόν συναλλαγής, γιατί υποβαθμίζεται σε φίρμα ή ρεκλάμα; Γιατί, γιατί, γιατί;...

Το όνομα περιβάλλει το πιο πυκνό, το πιο μεστό νόημα, το πρόσωπο: το πρόσωπο πίσω από την εμφάνιση, το πρόσωπο που ορίζει μια προσωπική σχέση, μια προσωπική ιστορία, μια προσωπική εμπειρία, μια προσωπική τραγωδία και μια προσωπική ευτυχία, ένα πλήθος μοναδικών προσωπικών στιγμών. Πού είναι το πρόσωπο, ποιος το θυμάται στις συζητήσεις, ποιος το γυροφέρνει για να καταφέρει να το αρθρώσει, να το ψηλαφίσει νοητικά, σωματικά, εν τέλει ολόψυχα; Γιατί δεν το αναζητούμε; Γιατί;

Μας λείπει το πρόσωπο. Το κρύβουμε πίσω από σημαίες και χρώματα, από βίαιη, πικραμένη ντροπή που την βάψαμε για να φαίνεται υπερηφάνεια. Το κρύβουμε πίσω από ομάδες και κατηγορίες, πίσω από ταμπέλες και πλακάτ. Το θάβουμε κάτω από κόμματα και ιδεολογήματα, από διαστρωματώσεις και δημογραφικά στοιχεία. Το πρόσωπο το θολώνουμε πίσω από την έννοια του μέσου ανθρώπου, της μέσης και προσδοκώμενης συμπεριφοράς και δράσης, της αναμενόμενης γνώμης, της εκτιμώμενης αντίδρασης, της κοινής γνώμης. Το ανάγουμε σε ήρωα ή προδότη, σε αξιομίμητο ή αξιοθρήνητο. Το εκθειάζουμε και το βιάζουμε δημοσίως.

Μα το πρόσωπο δε νικιέται: αναλάμπει περήφανα τις στιγμές που προσπαθεί να κρυφτεί περισσότερο, εκεί που ανεπαισθήτως περιγράφεται ακούσια στην απλότητά του. Όχι τη φτωχή απλότητα, αλλά αυτήν την άφθονη, την ανοιχτή, την πλήρη και αξόδευτα μοιραζόμενη και πολλαπλασιαζόμενη. Εκεί που γδύνεται από τα φτιασίδια του, εκδύεται τις κοινωνικές προσδοκίες και στρεβλώσεις και κοιτά τα άλλα πρόσωπα στα μάτια, αυτά τα βαθιά μάτια της ψυχής, τα μόνα που βλέπουν.

Το πρόσωπο είναι το ζητούμενο στην εναγώνια αναζήτηση του ανθρώπου για νόημα, γιατί εξ' ορισμού στρέφεται προς σχέση, παίρνει θέση απέναντι στα πράγματα και κοιτά προς ένα ζητούμενο, ένα μέλλον ή ένα όνειρο. Το πρόσωπο είναι το μέλος της αγαπητικής σχέσης που το αναδεικνύει ως πρόσωπο, της αγαπητικής εναγώνιας πορείας για σύνδεση, για περιχώρηση για κοινωνία και συν-ουσία.

Να γιατί ένα όνομα ποτέ δεν μπορεί να καθορίσει έναν άνθρωπο, αν και μπορεί να τον χωρέσει: γιατί το σημαίνον δεν μπορεί να είναι το σημαινόμενο, μπορεί μόνο να το σκιαγραφήσει, να το επικοινωνήσει αφαιρετικά με την ελπίδα η εμπειρία να δωρίσει την έκπληξη και την έκρηξη της αληθινής και βαθειάς γνωριμίας. 

Να το τιμάς το όνομα και να του επιτρέπεις να αντικατοπτρίζει το τιμώμενο πρόσωπο, αυτό το μοναδικό, άξιο σχέσης και τιμής θαύμα που είσαι εσύ.

Χρόνια πολλά, Αλίνα Θεοδώρα. Χρόνια πολλά, Μαρία. Χρόνια πολλά αγαπημένοι μου.

Ευχαριστώ που κι εσύ είσαι πρόσωπο, Θεέ μου, γιατί έτσι μόνο μου επέτρεψες να ελπίζω πως κάποτε θα σε αντικρύσω.

13 Μαρ 2023

Επιστροφή

Σε βλέπω καθαρά. Μη νομίζεις ότι κι όταν κρύβεσαι δε σε οσμίζομαι, έτσι όπως κρυμμένος πίσω από την ευωδιά και τα αρώματα ζέχνεις σήψη και υποκρισία. Ναι, τι νόμιζες, δεν έχει μυρωδιά η υποκρισία; Πίστευες στ' αλήθεια πως θα καταφέρεις να συγκαλύψεις τη φαυλότητα με μέικ-απ, ή τη φτώχεια με στολίδια και λάιφ-στάιλ; Στα μύχια της ψυχής σου ένιωσες ότι στα αλήθεια ότι θα με ξεγελάσεις;

Θλιμμένε, τιποτένιε, μικρέ άνθρωπε...

Εγώ θα φυτέψω στα σπλάχνα της κοινωνίας σου τους λεύτερους, μακριά από τις εικόνες και τις λάμψεις. Θα φυτέψω αυτούς που αγαπούν. Αυτοί θα σε στηρίζουν, δεκανίκια στον ανήμπορο ανήφορό σου. Κάθε μέρα θα φοράς φανταχτερά ρούχα, θα βάφεσαι και θα φτιασιδώνεσαι, θα πετάς σεντόνια στο νου σου να ημερέψει, θα βάζεις ένα είδωλο στον καθρέφτη να μην αντανακλαστείς όπως στ' αλήθεια είσαι. Μα μέσα από όλα θα γυρίζεις στα δεκανίκια, γιατί μόνο με αυτά θα μπορείς να πας ψηλά, όλα τα άλλα θα είναι ανεπαρκή και ψεύτικα.

Εγώ θα φυτέψω στα μύχιά σου τους καλλιτέχνες, αυτούς που σφαδάζουν και λαμποκοπούν στα σκοτάδια για σένα. Θα τους παραχώσω στο χώμα που σε θρέφει, βολβούς, σα σε νάρκη χειμερία, για να σου δώσουν άνοιξη όταν έρθει η ώρα τους. Θα τους τσεκουρώνεις, μα στ' αληθινά η ανήμπορη φαυλότητά σου μόνο θα τους κλαδεύει, θα τους ετοιμάζει να μπουμπουκιάσουν, να ανθίσουν εκεί στο πρώτο ζεστό φως.

Θα σου σκορπίσω δίπλα στις ρίζες σου διανοητές, αληθινούς, ταπεινούς και καλοκρυμμένους στα γραμμένα, και στα ειπωμένα, για να σου μιλούν για τα άγραφα, τα ανείπωτα, να διψάς. Θα σκιαγραφούν τα ολοκάθαρα που επίμονα αποφεύγεις, για να θυμάσαι τι έχασες, τι πληγώνεις, τι σπρώχνεις μακριά, τι δεν αντέχεις. Κάθε σκέψη σου, χαμένη σε έναν κυκεώνα ανούσιας περιπλάνησης, ανούσιας πλάνης, θα ψάχνει τις αλήθειες πίσω από τα λόγια τους, αλλά μάταια. Γιατί η σκληράδα σου δεν ευνοεί το σπόρο τους να ανθίσει στο δικό σου χώμα. 

Θα βάλω τους απλούς να σιωπήσουν δίπλα σου, σε κάθε γωνιά του οικοδομήματος που ζεις. Όπου στρέψεις την φλύαρη, αληθοφανή σου ασάφεια, αυτή θα στέκει ανήμπορη μπροστά στην ολοκάθαρη, ατόφια απλότητα. Κάθε μηχανή και παγίδα θα αναλωθεί σαν να πασχίζει να πιάσει τον άνεμο. Θα ηττηθείς κατά κράτος, κατ' ουσίαν, κατά συρροή, καθ' υπέρβαση αυτού που μπορείς να καταλάβεις. Οι λόγοι σου θα είναι παράλογοι, οι εκφράσεις ανεπαρκείς, τα επιχειρήματα αποτυχημένα. Η σιωπή, η σιωπή... αχ, η σιωπή...

Σε βλέπω ακόμη. Κατάματα, κι ας με αποφεύγεις. Νομίζεις ότι ρίχνοντας χώμα πάνω στη στάχτη θα πνίξεις τη φλόγα; Νομίζεις αλήθεια πως ό,τι καίει μέσα μου, μέσα σου, μέσα μας θα σβήσει με χώμα. Θυμάσαι πώς οι νεκροί γεννήσαν τις επαναστάσεις; Θυμάσαι πώς οι απόντες είναι αξέχαστοι; Νιώθεις το κενό που αντηχεί αμείλικτο όσο και αν το περιβάλλεις με κτίσματα, αντηχεί στο πρώτο χτύπημα, στον πρώτο σεισμό, στο πρώτο ρήγμα;

Θα αφήσω, λοιπόν, εκεί στην άκρη του φόβου σου, στον τρόμο της μοναξιάς, της απώλειας και του θανάτου, εκεί ακριβώς θα χαράξω ανεξίτηλα μια υπόσχεση που θα τρέμεις περισσότερο από όλα. Εκεί, σαν ωρολογιακή βόμβα που θα γκρεμίσει όλες σου τις κατασκευές, όλες τις σκέψεις, όλες τις εικασίες και τις βεβαιότητες, εκεί θα αποτυπώσω τη μεγαλύτερη αλήθεια, αχώρετη και ακατανόητη, Εκεί, στην ανείπωτη, τελευταία στιγμή, θα κρύψω πέρα από φτιασίδια και ασχήμιες, πέρα από ψέματα και υποκρισίες, πέρα από απωθήσεις και αποφυγές, πέρα από εντυπώσεις και είδωλα, ένα επέκεινα που θα σε αγκαλιάζει.

Στη πιο μεγάλη σου φρίκη και το πιο μεγάλο Ανεπίστρεπτο θα κρύψω, αμείλικτα, μια ολόλαμπρη, ολοπόθητη, τρομακτική και ολάνθιστη, μία Ανάσταση, μία Αγάπη και ένα Είναι. Θα κρύψω ολόγλυκα μια άνευ όρων Επιστροφή.

30 Δεκ 2022

Θυσία

(Σημείωση: το κείμενο αυτό πρωτογράφτηκε στις 29/10/2021, αλλά ολοκληρώθηκε σήμερα 30/12/2022).

 Ένιωσα αυτό το βάρος των ημερών. Ή μήπως ήταν ετών; Αυτή την ατάραχη βεβαρυμένη βεβαιότητα της αποτυχίας. Μιας αποτυχίας που στάζει στα κλαδιά των δέντρων, όταν τα κοιτάς. Της αποτυχίας που υφέρπει σε όλες τις συζητήσεις, στο πρόσωπο (ή προσωπείο) της πολιτικής, στις λέξεις και τον ήχο τους. Όχι, όχι, δεν είναι αποτυχία. Είναι το παγερό χέρι στην καρδιά όταν ακούς τη λέξη "ξόφλησες". Η αίσθηση ενός κόσμου ξοφλημένου χωρίς διέξοδο.

Κάτω από αυτό το βάρος, κάθε γέλιο φαντάζει πρόσκαιρο, ο ήλιος ανάπαυλα εν μέσω νεφών, και η μουσική παρηγοριά φευγαλέα πριν το θρήνο. Αλήθεια, πώς φτάσαμε εδώ;

Τα βήματά μου, πνιγμένοι ήχοι στο τσιμέντο. Το βλέμμα μου θολό σε άχρωμα σπίτια. Τα αυτιά μου με αυτήν την επίμονη, επίκτητη εμβοή τους - ένα άχρηστο παράσημο μιας μεγάλης κούρασης - να πληγώνουν  κάθε ήχο που αγκομαχώντας φτάνει στο, άτονο λες, τύμπανο του αυτιού μου. Πώς φτάσαμε εδώ; Και αυτό το εδώ, τέλος πάντων, ποιο να 'ναι; Έγινε ταβάνι χαμηλό το βάρος της καρδιάς μου και φάνηκε ανυπέρβλητο, άθραυστο, σε αυτή τη βεβαιότητά του για το παντοδύναμο της απελπισίας.

Η πρώτη ρωγμή έγινε ανυποψίαστα, αβίαστα και απλά. Δύο κορίτσια γέλασαν δυνατά κάπου κοντά μου. Δεν είχε τίποτε το προσποιητό αυτό, τίποτε το γκρίζο, καμιά δεύτερη σκέψη. Ήταν ολάνθιστο, ολόφωτο γέλιο μιας αδάμαστης νεότητας. Μα ήρθαν οι σκέψεις και είπαν: μόνο η νεότητα έχει αυτή τη χάρη, γιατί δεν ξέρει. Όλοι οι άλλοι έχουν χαθεί. Πώς φτάσαμε εδώ;

Η δεύτερη ρωγμή ήρθε κοιτώντας μια μεσόκοπη γυναίκα που περνούσε το δρόμο με τη μητέρα της. Σε ένα ιλιγγιώδες αστικό τοπίο, γεμάτο κίνηση σε εγρήγορση, ο χρόνος υποχώρησε με απλότητα μπροστά στην παραχώρηση. Οι δυο τους κινούνταν αργά, τα μεσόκοπα μέλη υπομονετικά και γλυκύτατα ακολουθώντας την αργή βεβαιότητα των γηραιών. Στο χώρο γύρω τους, χωρίς καμιάν αιτία, τα αμάξια σταματούσαν, υποκλίνονταν σε μια ζωή που δεν ξοδεύτηκε: αφιερώθηκε. Αφιερώθηκε στη γέννα - που ποτέ δεν είναι στιγμιαία - ενός κοριτσιού που έγινε γυναίκα και είχε τη λάμψη της χαρμόσυνης υπομονής. Αυτής της απλής υπομονής που φέρεται στην ηλικία όχι με παραχώρηση μόνο, όχι με συγχώρηση μόνο, αλλά με τη χαρμολύπη της γλυκύτατης συμπόνιας, της βαθιάς και απλής ανθρώπινης αγάπης. Και ήρθαν οι σκέψεις και είπαν: και ποιος ο λόγος; Είναι μόνο μία μέσα στους πολλούς; Τι αλλάζει; Πώς φτάσαμε εδώ; Και αυτό το εδώ, τέλος πάντων, ποιο να 'ναι;

Στη δουλειά βρήκα να με περιμένει ένα τεύχος από το "Κοινόν των Ωραίων Τεχνών", δώρο γλυκύτατο και σιωπηλό από αγαπημένο φίλο. Διάβασα άναυδος από κάποιον Στάθη Κομνηνό που - ως αδαής; - δε γνώριζα: "Τι ασταθής και δύσχρηστη αυτή η αφανής φτερούγα;". Και σκίρτησε μέσα μου η ανακάλυψη της φτερούγας μου, της φτερούγας που κουβαλούν ανέλπιστα όλοι οι άνθρωποι γύρω μου. Κι άλλη ρωγμή. Και ήρθαν οι σκέψεις μου και είπαν: και τι να την κάνεις τη φτερούγα είναι είναι αφανής; Γιατί ό,τι σε κάνει να έρπεις φαίνεται υπαρκτό, ορατό και ξεκάθαρο και ό,τι σου επιτρέπει να πετάς είναι "ασταθές, αφανές και δύσχρηστο"; Πώς φτάσαμε εδώ;

Το μεσημέρι - ήταν άραγε την ίδια μέρα ή κάποια άλλη χρονιά; - στην καθημερινή μας τηλεδιάσκεψη, στη 1 ακριβώς, συναντηθήκαμε όλοι οι άνθρωποι της εταιρείας να πούμε την πρόοδό μας. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι βουτάγαμε την ψωμένια μας καρδιά στην πιατέλα μιας διάχυτης αλληλοπεριχώρησης και φροντίδας. Εννιά χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία και ακόμη μπορούμε να κάνουμε τα ίδια χαζά αστεία, τα αστεία αυτά που δείχνουν πόσο χρόνια ζήσαμε μαζί. Και αντέξαμε. Στην καρδιά του πιο σκληρού καπιταλισμού, υπό το άγρυπνο βλέμμα των αριστερών δυνάμεων που δεν πιστεύουν σε εμάς και των νεο-ιδεολογικών μυθευμάτων που μας αμαυρώνουν, 8 άνθρωποι προσπαθούν με αξιοπρέπεια και καλή διάθεση να προσφέρουν για άλλον ένα χρόνο. Κι άλλη, βαθιά ρωγμή. Και οι σκέψεις μου επιτέθηκαν και είπαν: και ποιο το όφελος αν για κάποια στυγνή οικονομοτεχνική τυχαιότητα δεν μπορέσετε αύριο να είστε εδώ; Τι άλλαξε; Αυτό το εδώ, τέλος πάντων, ποιο είναι;

Το βράδυ συνάντησα τον πατέρα μου. Σαν τώρα τον βλέπω: είναι ντυμένος στα μπεζ, με την επίμονη γραβάτα του, το σακάκι που τον σκιαγραφεί, και έναν βαθύ καημό που φοράω κοντομάνικο όλο το χρόνο. Με μάλωσε πάλι, κάτι είχε να κάνει με το αυτοκίνητο που μου δανείζει. Δεν μπόρεσα να θυμάμαι το μάλωμα, γιατί αντηχούσε εύηχη η φροντίδα του και η ελπίδα του - 43 χρόνια μετά την πρώτη ελπίδα - να με κάνει σωστότερο. Και μέσα από τις ρωγμές ξεπρόβαλαν ρίζες ολοπράσινες. Και οι σκέψεις μου, ενώ ήρθαν, δεν ακούστηκαν καλά.

Πριν κοιμηθώ, κατάκοπος μετά από 13 ώρες δουλειάς, ακούμπησα το κεφάλι μου στο χέρι μου. Ήμουν γερμένος δίπλα στην αγαπημένη μου, να χαϊδεύω με τα μάτια μου την ακριβή της φιγούρα κάτω από τα κοινά μας σκεπάσματα. Θυμάμαι πριν 30 χρόνια που ονειρευόμουν με άσβηστη δίψα τη στιγμή που θα κοιμάται γαλήνια δίπλα μου αυτό το ένα κορίτσι που θα τα καταφέρουμε μαζί. Αυτή η δίψα, απαράλλαχτη κάθε βράδυ με επισκέπτεται για να σβηστεί στην ακριβή φιγούρα, την ανεπαίσθητη μυρωδιά του ζεστού κορμιού και τη μελωδία της ανάσας. Τόσος πόνος και τόση προσπάθεια έχουν λιπάνει το χώμα αυτής της αγάπης. Τόση χαρά και τόση ελπίδα, τόσο βαθιά συνένωση έχουν αποσιωπηθεί σε όλες τις ιστορίες που λέμε για αυτήν την αγάπη. Τόσος φόβος και τόσος τρόμος μάς έχει κατακλύσει όλες τις φορές που σχεδόν νικιέται αυτή η αγάπη. Σχεδόν. Γιατί δε νικιέται εύκολα η αγάπη, υπό το βάρος το αβάσταχτο ενός ξοφλημένου κόσμου;

Θραύση. Οι ρίζες ρίζωσαν.

Η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί, γιατί δεν επιδιώκει τη νίκη. Η αγάπη, η αληθινή αγάπη, δε χρειάζεται λόγο για να γελάσει. Δεν έχει πρόβλημα να περιμένει, γιατί στην αναμονή μπορεί να απολαμβάνει και να περιθάλπει αδιάλειπτα και ανεπαίσθητα τον αγαπημένο. Η αγάπη μυστικά κινεί φτερούγες που δεν ξέρουμε πως έχουμε, γιατί δε χρειάζεται να φανεί: βιώνεται. Αντανακλάται σε καθετί αληθινά κοινό, γιατί κοινό σημαίνει σχέση, κατανόηση, γιατί η συμπόρευση και η συγχώρεση είναι κτίσματα πολύχρωμα και πολυμελή. Η αγάπη κουρνιάζει στις αγκαλιές της οικογένειας, αυτής της οικογένειας που ξεκινά στα λαγόνια ή στην καρδιά, που παιδιαρίζει και μεγαλώνει στις προσπάθειες, στα έργα και τη μοιρασιά, ενηλικιώνεται και ανθίζει στη συγχώρεση, και - επιτέλους! - θεώνεται στη βαθιά, ανεπίστρεπτη ένωση της κατανόησης και του αποχωρισμού. 

Η αγάπη αναδεύει τον έρωτα μαζί με τις πίκρες και τις ομορφιές στην κούπα της ζωής, με γλύκα, με προσμονή, με υπομονή και χάρη. Η αγάπη, όταν η κούπα γεμίσει, πίνει μονορούφι όλη αυτή τη ζωή και απλώνει τα κλωνάρια της προς την επόμενη, τη γλυκύτερη και λαμπρότερη Ζωή, πάει να ενωθεί και να κεφαλαιωθεί, να γίνει η μία, αξόδευτη Αγάπη.

1 Μαΐ 2021

Θανάτω

Σημείωση: Το παρακάτω γέννημα, ήρθε στον κόσμο κάπου στο 2017 κοντά σε ένα Πάσχα, και είναι μελοποιημένο και τραγουδισμένο. Δεν τολμούσα εύκολα να το μοιραστώ, για να μην ερεθίσω την πανταχού παρούσα έπαρση και ξεδιαντροπιά μου. Τέσσερα χρόνια μετά, το δοκιμάζω.

Το πόνημα αυτό έχει αυταξία (ανεξάρτητη από εμένα), οπότε το καταθέτω σαν να είναι κάτι που ανακάλυψα από άλλον, και με αυτήν την οπτική σας ζητώ να το διαβάσετε και να το μοιραστείτε αν το βρείτε αξιόλογο και σημαντικό. Καλή Ανάσταση.

16 Μαρ 2020

Δυο μέρες μόνο

Δυο μέρες μόνο μου πήρε. Δυο μέρες και μία άνωθεν εντολή, καλώς δοσμένη: "να περιορίσεις τις συναντήσεις και τις εξόδους". Και ο απροσδιόριστος φόβος της λέξης "κρούσματα" δίπλα σε αριθμούς απειλητικούς - που δεν είχα με τι να τους συγκρίνω - και λέξεις πανικόβλητες - που δεν είχα πώς να πάρω το κεντρί τους.

Και άρχισαν στο μυαλό μου να συναντιώνται τα κομμάτια ενός υπέροχου παζλ, που χρόνια καραδοκούσαν στη μνήμη μου, τη στιγμή της δικής τους συνάντησης. Ένα παζλ που σε κάθε κομμάτι έχει μία ξεχωριστή ανθρώπινη ιστορία, αλλά στην εικόνα τη συνολική σκιαγραφεί την ιστορία του ανθρώπου, με χρώματα από την παλέτα της κατανόησης, του σθένους, της θέλησης, της χαράς.

Δυο μέρες πήρε, μάνα, να αφουγκραστώ τι μπορεί να σήμαινε ότι τα πόδια σου δε σε πήγαιναν πέρα από την πόρτα του σπιτιού. Να καταλάβω τι σθένος και ομορφιά έκρυβε το τραγούδι σου το καθάριο στην κουζίνα και το χαμόγελό σου, σε μία ζωή φυλακισμένη από τη σωματική καταπόνηση. Τι λάμψη και θεία χάρη φώλιαζε στο χαμόγελό σου, όταν τα πνευμόνια σου δυσκολεύονταν να σε υποστηρίξουν, αλλά η ψυχή - ανίκητη - φεγγοβολούσε αγάπη και ομορφιά, στις πιο γκρίζες στιγμές μου, σα να μην πονούσες ποτέ εσύ, σα να μη δείλιαζες ποτέ εσύ, σαν η δική σου ζωή να ήταν 25 ετών και όχι 55. Και κατάλαβα, τόσον καιρό μετά, ότι το σθένος, η ομορφιά, η λάμψη, η θεία χάρη, η αγάπη ήταν γεννήματα αυτής ακριβώς της σφυρηλάτησης που φέρνει μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες.

Δυο μέρες πήρε, θεία, να αφουγκραστώ τι σημαίνει να μην έρχεται κανείς στο σπίτι. Να είναι τα βράδια σιωπηλά και δίχως παρέα. Δίχως αναμονή για έξοδο, δίχως φωνές χαράς και πειραγμάτων. Κι όμως, πίσω από την πρόσοψη της μοναξιάς, μεσουρανούσε μία έγνοια και μία αγάπη πέρα από αποστάσεις, όρια και τοπικούς περιορισμούς. Άκουγα τη φωνή σου στο τηλέφωνο και γλύκαινε η καρδιά, σαν όλη μέρα να μάζευες αγάπη για να τη σερβίρεις - στο καλό σερβίτσιο της καρδιάς σου - το ένα αυτό λεπτό την συνδιάλεξης. Το ένα λεπτό, που αρκούσε να περνούν από γραμμές ηλεκτρικές ερωτήσεις δήθεν χαζές, για το φαΐ, για τον καιρό. Ερωτήσεις ολόγιομες από την απλή, καθημερινή έγνοια της συνύπαρξης. Αυτής της συνύπαρξης εξ' αποστάσεως, που αρκείται να μοιράζεται τα καθημερινά, για να γεννά εικόνες και αισθήματα συμπόρευσης. Για να νικά κατά κράτος την αμείλικτη, κενή μοναξιά που καραδοκεί στη γωνία. Και κατάλαβα, τόσον καιρό μετά, ότι η έγνοια, η αγάπη, η συνύπαρξη, γεννήθηκαν ακριβώς επειδή δοκιμάστηκε η ψυχή - σαν το χρυσό - στη φωτιά της δια βίου μοναξιάς.

Δυο μέρες πήρε, πατέρα, να καταλάβω πώς είναι να νιώθεις το θάνατο κοντύτερα. Να νιώθεις αυτήν την απροσδιόριστη αβεβαιότητα που γέννησε ευχές όπως το "καλό ξημέρωμα", ως τροφός αδυσώπητη της μνήμης θανάτου. Πώς κάθε μικροαλλαγή στο σώμα, κάθε αίσθηση πόνου ή δυσφορίας, μπορεί να γίνει μία σπίθα φόβου, που θα ζητά να γίνει πυρακαϊά τρόμου. Και μαζί κατάλαβα τι δύναμη φέρει η ψυχή που ανυποχώρητα προχωρά μπροστά, στηρίζει τους άλλους, διεκδικεί τη χαρά, μοιράζει την προσφορά της με γλύκα και ευστάθεια, σαν καμία σπίθα να μην υπήρξε, σαν κανένας θάνατος να μην ελλοχεύει στο αύριο. Και έτσι αντιλήφθηκα ότι η νίκη του θάρρους, ο ηρωισμός, δεν είναι μια στιγμή επιτυχίας, αλλά μία ζωή αγώνα. Μία ζωή αγώνα άξιου, ανυποχώρητου, γενναίου στην απλότητά του, μεγαλόκαρδου στην ανιδιοτέλειά του.

Δυο μέρες πήρε, παππού, να δω ένα δείγμα του πώς μπορείς να ζεις σε έναν τόπο που δεν πρέπει να κυκλοφορείς. Κι εγώ δεν απειλούμαι από κατακτητές και στρατιώτες. Δεν ακούω σειρήνες και ποδοβολητά τη νύχτα, δεν χτυπούν την πόρτα μου εχθροί. Είναι υφέρποντα όλα, σήμερα, παππού. Οι λέξεις είναι οι στρατιώτες, τα νοήματα και τα υπονοούμενα είναι τα ποδοβολητά και οι απειλές. Και στο δικό μου σήμερα δεν έχουμε δοσίλογους να μας οδηγούν στο θάνατο. Με αυτό το δείγμα, στο δικό σου κομμάτι από το παζλ, κατάλαβα - έτσι λίγο, σα μία σύντομη εικόνα - τι θα πει να ζεις στο φόβο, στηρίζοντας την οικογένειά σου σαν εσύ ποτέ να μη φοβήθηκες. Πώς είναι να συντρίβεις μέσα σου την ανησυχία, για να μπορείς να είσαι στύλος και στήριγμα, χαρά και γλύκα, αγάπη και καλοσύνη σε όσους δεν αντέχουν.

Δυο μέρες πήρε, άνθρωπε που ζεις μακριά από το σπίτι σου, να καταλάβω - έτσι σα μια θολή εικόνα - τι θα πει να σε κοιτούν οι γύρω σου με επιφύλαξη. Στα μάτια τους να μην είσαι συνάνθρωπος, αλλά δυνητική απειλή. Και κατάλαβα μαζί την επιμονή της βούλησης, τη δύναμη της απόφασης, εσύ να πολεμάς να μείνεις άνθρωπος, να χτίσεις την - εκ των προτέρων πληγωμένη - εμπιστοσύνη εκ νέου. Να μιλάς με ανθρώπους που δε σε κατανοούν, όχι γιατί η γλώσσα είναι ξένη, αλλά γιατί οι καρδιές είναι ξένες, και στέκουν σε απόσταση. Και με όλα αυτά, στο δικό σου κομμάτι του παζλ, σεβάστηκα την πυγμή της ψυχής και της πράξης, που σε κάνουν να είσαι ο εαυτός σου, που κρατούν τα πιο πολύτιμα κειμήλια του σπιτιού μαζί σου, παρά τις δυσκολίες: την αγάπη σου για το συνάνθρωπο, την αξιοπρέπεια και την επιμονή για κάτι καλύτερο.

Δυο μέρες μόνο, λοιπόν, και η ζωή έφερε το πτυχίο σε κρυφά μαθήματα ετών. Και μέσα στο παζλ των ιστοριών, κάθε κομμάτι που συνέλεξα, φαίνεται ποτισμένο με δυσκολία, πόνο και δοκιμασία. Κάθε κομμάτι όμως, θαρρώ, απεικονίζει μία υπέροχη ιστορία ανθρωπιάς. Σκιαγραφεί την αγέραστη και άχρονη πορεία μιας ανθρωπότητας χωρίς διακρίσεις: γενιές που περάσαν και που θα έλθουν, δοκιμασμένες κι αυτές σε ίδιους πόνους, πόθους, χαρές, νίκες και πορείες.

Σειρά μου, τώρα, να κρεμάσω την όμορφη αυτή εικόνα στο εικονοστάσι της καρδιάς μου, για να 'χω κάτι από την αγιοσύνη της πανανθρώπινης συμπόρευσης να μοιραστώ μετά τις δύο μέρες. Στην υπόλοιπη ζωή, που - πανίσχυρη μες στη θνητότητά της - μου δωρίστηκε, για να την μοιραστώ με όσους αγάπησα, με όσους θα αγαπήσω.

12 Οκτ 2019

Συμπόνια

Πολλά χρόνια τώρα το μυαλό μου παιδεύεται με μία σειρά ερωτήσεων που, άκομψα, γεννιούνται στο μυαλό μου εκεί που δεν τις περιμένεις. Κοινός παρανομαστής τους είναι η έντονη αίσθηση ότι κάτι πηγαίνει στραβά. Και δεν αναφέρομαι στην... πολυαγαπημένη, σταθερά καλλιεργούμενη - και εξίσου στρεβλή - αίσθηση της γενικής εθνικής αποτυχίας και του γεγονότος ότι "σε όλα είμαστε ουραγοί", τελευταίοι. Είναι αυτές οι στιγμές που σε μία τελετή αποφοίτησης υπάρχει η έπαρση, αλλά δεν εμφανίζεται η ταπείνωση, που σε ένα θρησκευτικό γάμο νιώθεις την απουσία της προσευχής, που σε ένα μάθημα που παραδίδεις δε νιώθεις την αναζήτηση της γνώσης, που σε ένα φιλί δε φωλιάζει ο έρωτας, που σε μία συζήτηση της παρέας αισθάνεσαι τα κοινά σημεία επαφής να λιγοστεύουν. Και πάνω από όλα είναι οι στιγμές που νιώθεις την ελπίδα και τη χαρά να θολώνουν, κρυμμένες πίσω από τις κουρτίνες του εγωκεντρισμού.

Άραγε σήμερα, που η πίστη στις θετικές επιστήμες και την "αναμφίβολη και αναπότρεπτη, καλπάζουσα πρόοδο" εμφανίζεται ως η νέα ερμηνευτική επιλογή του κόσμου, ξεχνούμε κάτι; Σήμερα που η εμπιστοσύνη στην ιατρική και την τεχνολογία χτίζει - χάρτινους - πύργους που μας υπόσχονται ότι φτάνουν στο ακατόρθωτο, χάνουμε κάτι; Όλη αυτή η ανάπτυξη νέων μεθόδων για τη βελτίωση της προσωπικής υγείας, την αποφυγή σωματικών ασθενειών και τη φροντίδα του εαυτού, ανοίγουν νέες αδυναμίες ή, απλά, έφτασε η στιγμή που η ανθρωπότητα φτάνει στο απόγειό της μέσα από τη μέθοδο, την τεχνική και την πληροφορία;

Αυτές τις μέρες δίνεται μία μοναδική ευκαιρία, στη δική μας κοινωνία, λόγω της κοινωνικής εξέλιξης και της ελευθερίας του λόγου, τα ταμπού να σπάσουν. Μπορούμε να αποπειραθούμε να μην ενέχει η συζήτηση μεταξύ ανθρώπων φόβο και πάθος. Μπορούμε, μιας και η διαφορετικότητα (υπερ)προβάλλεται ως τρόπος θέασης του διπλανού, να ανοίξουμε τις πόρτες της ζωής μας στο φως του διπλανού. Μένει όμως, άραγε, κάποια πόρτα ερμητικά κλειστή, κρύβοντας μέσα της μπαμπούλες από κάποια φρικιαστική ιστορία;

Ναι. Η πόρτα του πόνου και του θανάτου.

Σε μία κουλτούρα παντοδυναμίας της γνώσης, ο θάνατος έρχεται να συντρίψει τα δόντια της επιστήμης για έναν απλό λόγο: δεν μπορούμε να τον νικήσουμε μια καλή, αδιαμφισβήτητα και καθαρά. Σε μία οπτική όπου η τεχνική της ιατρικής και η γνώση της είναι υπερδυνάμεις ακατάβλητες, το στομάχι μας δεν αντέχει που δεν έχουμε καταφέρει να σώσουμε τους πατεράδες και τις μητέρες μας, τους αδελφούς και τους φίλους μας, και  τα παιδιά μας, από τη μάστιγα των ασθενειών και της θνητότητας. Και όλο ακούμε υποσχέσεις, και όλο πιστεύουμε τις υποσχέσεις, και όλο αρνούμαστε τη θνητότητα, όλο απωθούμε ακόμη και τη σκέψη του πόνου.

Και ο πόνος, που τον στοχοποιούμε αναντίρρητα με παυσίπονα σε σημείο αναισθησίας, δε νικιέται ποτέ τόσο ώστε να συντριβεί και να πάψει να υπάρχει. Όταν πάσχει και πονά το μυαλό και η ψυχή, νιώθουμε ανήμποροι να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αιτίες, να περιγράψουμε τον πόνο σε όλο το πλάτος και το βάθος του. Και στο σώμα κάθε πόνος φαίνεται να είναι μοναδικός, προσωπικός και συχνά πολυδιάστατος. Επίσης, ενώ αναπτύσσουμε μεθόδους και προσεγγίσεις, θεωρίες και πρακτικές, συστηματοποιήσεις και αφαιρέσεις για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, η κοινωνία φαίνεται να πάσχει όλο και περισσότερο από βαθύ, ακόρεστο, υπαρξιακό πόνο.

Η δική μου πορεία ζωής με έμαθε ένα πολύ σημαντικό μάθημα. Ο πόνος είναι το αμόνι της ψυχής και του σώματος. Σε αυτό σφυρηλατούμαστε για να γίνουμε πιο ανθεκτικοί, χωρίς να χάνουμε την ελαστικότητά μας. Δεν είναι αυτοσκοπός ο πόνος, αλλά είναι και δώρο. Όπως δώρο είναι και η αποτυχία, η εξάντληση, η ήττα. Και, ποιος θα το έλεγε, ο θάνατος.

Ένας φίλος εύστοχα έλεγε "έμαθα τη ζωή μέσα στα νοσοκομεία". Δεν εννοούσε φυσικά ότι δεν είχε ζωή πριν ή μετά. Αλλά στο νοσοκομείο μαθαίνεις τη συμπόνια. Τη βλέπεις και τη γεύεσαι, τη μοιράζεσαι και την καλλιεργείς. Η συμπόνια ενέχει την ταύτιση, το σπάσιμο του εαυτού, την κατανόηση και την εγγύτητα. Η συμπόνια είναι φάρμακο της ψυχής. Της ψυχής του συμπονούντα και του συμπονούμενου μαζί.

Όλες τις φορές που χρειάστηκε να βρεθώ σε νοσοκομείο, γνώρισα τη γλυκύτητα - και τις δυσκολίες και τις εκρήξεις - των φαινομενικά αγνώστων γειτόνων. Αναγνωρίζεις μία σύμπνοια παράδοξη, μία αλληλοπροστασία ιδιαίτερη, πάντα μέσα από το προσωπικό πρίσμα του καθενός. Με τους ανθρώπους αυτούς, όσο περαστικοί και αν είναι, συμπορεύεσαι και μοιράζεσαι με τρόπο αδιαμφισβήτητο. Σε μαθαίνουν στα δύσκολα, σε γνωρίζουν χωρίς το προπέτασμα της αξιοπρέπειας, συχνά στις πιο εξευτελιστικές στιγμές σου. Κι όμως, αυτή η συνύπαρξη αυτή μπορεί να κυοφορήσει την πιο ανθρώπινη, ειλικρινή επαφή, χωρίς προσμονή για συνέχεια.

Με τους περισσότερους από τους φίλους μου μάς δένουν γλυκά οι στιγμές της χαράς, αλλά μας θεμελιώνουν στέρεα οι κοινές στιγμές της θλίψης. Εκεί που είσαι δίπλα στην αποτυχία στις εξετάσεις, στην απόλυση από τη δουλειά, στην απώλεια του γονιού, στη σκληρή χυλόπιττα, στην εξαπάτηση, στην εξάντληση, στο δικαστήριο, στη μοναξιά.

Τα χρόνια που έζησα μου ψιθυρίζουν ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από ζύμη που περιείχε ανάμικτα πόνο και έρωτα.

Ο πόνος είναι η άγκυρά σου στη γη. Γερά στεριωμένος και μπλεγμένος στα γήινα σαν κισσός, σου θυμίζει την κοινή καταγωγή, την κοινή μοίρα. Αν τον ποτίζεις, με την αγόγγυστη υπομονή, ανθίζει σε κατανόηση, σε σοφία, σε αντοχή, σε περιχώρηση, σε συγχώρεση, σε ορθή αξιολόγηση, σε αγάπη χωρίς προσδοκίες. Και αυτή η αγάπη, ευωδιάζει σε όλους γύρω σου.

Ο έρωτας είναι η άγκυρα προς τον ουρανό. Δεμένος με πάθος σε ότι σου λείπει, αν και το νιώθεις αναμφίβολα δικό σου. Αν τον ποτίζεις, με την ειλικρινή ανιδιοτελή αυτοπροσφορά, ανθίζει σε  βαθιά χαρά, ανενδοίαστη προσμονή, ζωοποιό κίνηση. Σου θυμίζει τι θέλεις να είσαι, πώς θέλεις να ζεις, σου εμπνέει όνειρα, σε οδηγεί σε καλούς αγώνες και ενάρετες μάχες. Και αυτές οι μάχες, εμπνέουν όλους γύρω σου.

Το ένα χωρίς το άλλο, μπορεί να είναι καταστροφικό. Ο πόνος χωρίς έρωτα μπορεί να σε τυφλώσει, να σε γονατίσει στη γη, να σε κάνει να χάσεις την πίστη σου. Να στερήσει το χρώμα από τη ζωή σου, να καταπνίξει τη διάθεση για ζωή. Ο έρωτας μπορεί να σε οδηγήσει σε ξόδεμα του εαυτού, στην αναζήτηση του ανέφικτου, σε έπαρση όπου θα θεωρήσεις ότι δικαιωματικά τα πάντα είναι δικά σου, που θα θελήσεις να επιβάλλεις τα όνειρά σου στους άλλους.

Σήμερα εστιάζουμε στον έρωτα, και μάλιστα στρεβλά, άχαρα, χωρίς βαθιά, ατόφια γλύκα. Τον επαίρουμε, τον υμνούμε, τον θέτουμε ως μόνη βάση ζωής, τον ζωγραφίζουμε στατικά, του ορίζουμε προδιαγραφές. Τον εκλογικεύουμε και τον πακετάρουμε σε τυποποιημένες συμπεριφορές, δράσεις και αντιδράσεις. Τον δηλητηριάζουμε σιγά-σιγά.

Και τον πόνο τον ωθούμε στο περιθώριο, τον κρύβουμε από την κοινή θέα, ή τον φιμώνουμε. Και αρρωσταίνει η ψυχή, γιατί ο πόνος υπάρχει και ζητά διέξοδο, αξιώνει μοιρασιά και γλύκα. Και αναζητούμε τις ρίζες του πόνου, για να τον ξεριζώσουμε, να μην υπάρχει πια. Δεν αναζητούμε ποτέ αξία στον πόνο, τον εξοβελίζουμε ως βδέλυγμα, τον πετάμε με τα αποφάγια και τα σκουπίδια. Τον ευτελίζουμε.

Συμπόνια είναι η ανάδειξη της αξίας του πόνου. Είναι η ποτίστρα της χαράς, ακόμη και σε στιγμές ασθένειας, κόπωσης, ήττας. Είναι η πλευρά της αγάπης που ρισκάρει να μοιράζεται τα δύσκολα για να τα μετουσιώσει σε όμορφα, σε γλυκά, σε άγια. Είναι η ελπίδα του να μείνεις άνθρωπος ατόφιος, λαμπερός και ευτυχισμένος. Ακόμη και υπό το άγρυπνο βλέμμα του θανάτου.

Πολλά χρόνια τώρα, το μυαλό μου αντιδρά στην ευχή "υγεία πάνω από όλα". Γιατί, τι θα κάνεις όταν κάποια στιγμή, στα σίγουρα, δεν έχεις την υγεία που ευχόσουν; Θα συντριβείς; Θα τρέμεις σαν το φύλλο; Θα αναζητάς απεγνωσμένα ίαση, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς υγεία; Και πώς τότε βλέπεις ανθρώπους με βαριές ασθένειες να ζουν ευτυχισμένες ζωές; Πώς βλέπεις ανθρώπους με αναπηρίες να είναι ευτυχισμένοι; Υποκρίνονται; Ή εσύ υποκρίνεσαι, όντας υγιής, ότι είσαι ευτυχισμένος εξ' αιτίας της υγείας σου;

Αν μπορούσα να άλλαζα την ευχή, θα το έκανα. Και θα ευχόμουν, κάθε φορά:
"Αγάπη". Αγάπη πάνω από όλα.