21 Σεπ 2011

Κατηγορώ

Κατηγορώ τον εαυτό μου, γιατί δέχθηκα να μένω άπραγος.
Γιατί ανέχθηκα να περιμένω την κατάλληλη στιγμή χωρίς να δοκιμάσω.

Κατηγορώ τα χέρια μου που δε χαιδέψανε επαρκώς τα λίγα χώματα που πατάω, και τα πόδια μου γιατί μένουνε επίμονα στην άσφαλτο για να μην μπορέσω να πατήσω χώματα. Που φοβήθηκαν να αγκαλιάσουν τον άρρωστο, όταν αυτός είναι που χρειάζεται περισσότερο την αγκαλιά. Που φοβήθηκαν να καλλιεργήσουν τη γη, όταν αυτή με τρέφει.

Κατηγορώ τα μάτια μου γιατί εστιάζουν στις προκλήσεις και δεν εστιάζουν στην ομορφιά, την ποικιλομορφία. Που δε βλέπουν τον άλλο, αλλά το περίγραμμά του. Που φυλακίζονται σε επιγραφές νέον. Που κοιτάνε στους δέκα πόντους μπροστά, αντί στους ουρανούς και τα σύγνεφα επάνω.

Κατηγορώ τη θέλησή μου να συμβουλέψω τους άλλους, όταν εγώ χρειάστηκε να κάνω ένα-ένα τα βήματά μου για να μάθω ότι έκανα λάθος. Την κατηγορώ γιατί θέλησε μικρά, όταν θα μπορούσε να θελήσει τα μεγάλα. Την κατηγορώ γιατί δεν ήταν αρκετή για να κινήσει το σώμα, να αφυπνίσει το πνεύμα, να φωτίσει το σκοτάδι του νου.

Κατηγορώ την ηθική μου, που επέτρεψε σε κάθε λογής τέρατα να ξεπηδήσουν μέσα μου και μου τα σέρβιρε ως νέους ορίζοντες. Κατηγορώ και το μυαλό μου που δεν κατάφερε να κάνει τα τέρατα νέους ορίζοντες.

Κατηγορώ την απιστία μου στους ανθρώπους και τα ιδανικά μου. Από πότε είναι η πίστη για τις εύκολες στιγμές; Από πότε είναι η αγωνιστικότητα για τα στόματα και όχι για τα χέρια; Την κατηγορώ που με κρατά στη σκιά, όταν στο φως γίνονται μάχες. Την κατηγορώ γιατί δεν κινεί βουνά, δεν αλλάζει ζωές, δεν γεννά ελπίδες.

Κατηγορώ το στόμα μου που έγινε φερέφωνο και επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια. Που μιλάει για τα άσχημα και ξεχνά τα όμορφα. Που πολυλογεί και δεν ευλογεί. Που ποτίζει, αλλά δεν φυτεύει.

Κατηγορώ τη λαιμαργία και τη λαγνεία μου που δε με αφήνουν να γευτώ τα όμορφα της απόλαυσης. Κατηγορώ την επιθετικότητα και τον εγωισμό μου, που δε με αφήνουν να γευτώ τους θησαυρούς της συνύπαρξης.

Κατηγορώ τους συνειρμούς μου, που ταύτισαν ιδέες και πρακτικές με λίγους αχρείους εκτελεστές τους. Τους κατηγορώ που ομαδοποίησαν τους ανθρώπους, για να βγάζουν γρήγορα συμπεράσματα. Τους κατηγορώ που πήραν ιδέες και τις διαστρέβλωσαν, πήραν εικόνες και τις μαγάρισαν, πήραν αναμνήσεις και τις πέταξαν, πήραν ελπίδες και τις εκλογίκευσαν.

Μα υπερασπίζομαι με κάθε ικμάδα δύναμης το αναντίρρητο δικαίωμα μου να είμαι άνθρωπος, ατελής, ημιτελής, κομματιασμένος μεταξύ του θανάτου και της θέωσης, όσο η πνοή μου με κρατά αγωνιζόμενο σε αυτήν την πλάση.
Και εκλιπαρώ την αδύναμη φύση μου να απλώσει τα χέρια της, τα λασπωμένα, βρώμικα, ματωμένα χέρια της στο αύριο, να το γραπώσει με νύχια σπασμένα και να το κάνει σκαλί για να βαδίσουμε όλοι σύσσωμοι ένα βήμα παραπάνω.
Προς το φως.