13 Μαρ 2023

Επιστροφή

Σε βλέπω καθαρά. Μη νομίζεις ότι κι όταν κρύβεσαι δε σε οσμίζομαι, έτσι όπως κρυμμένος πίσω από την ευωδιά και τα αρώματα ζέχνεις σήψη και υποκρισία. Ναι, τι νόμιζες, δεν έχει μυρωδιά η υποκρισία; Πίστευες στ' αλήθεια πως θα καταφέρεις να συγκαλύψεις τη φαυλότητα με μέικ-απ, ή τη φτώχεια με στολίδια και λάιφ-στάιλ; Στα μύχια της ψυχής σου ένιωσες ότι στα αλήθεια ότι θα με ξεγελάσεις;

Θλιμμένε, τιποτένιε, μικρέ άνθρωπε...

Εγώ θα φυτέψω στα σπλάχνα της κοινωνίας σου τους λεύτερους, μακριά από τις εικόνες και τις λάμψεις. Θα φυτέψω αυτούς που αγαπούν. Αυτοί θα σε στηρίζουν, δεκανίκια στον ανήμπορο ανήφορό σου. Κάθε μέρα θα φοράς φανταχτερά ρούχα, θα βάφεσαι και θα φτιασιδώνεσαι, θα πετάς σεντόνια στο νου σου να ημερέψει, θα βάζεις ένα είδωλο στον καθρέφτη να μην αντανακλαστείς όπως στ' αλήθεια είσαι. Μα μέσα από όλα θα γυρίζεις στα δεκανίκια, γιατί μόνο με αυτά θα μπορείς να πας ψηλά, όλα τα άλλα θα είναι ανεπαρκή και ψεύτικα.

Εγώ θα φυτέψω στα μύχιά σου τους καλλιτέχνες, αυτούς που σφαδάζουν και λαμποκοπούν στα σκοτάδια για σένα. Θα τους παραχώσω στο χώμα που σε θρέφει, βολβούς, σα σε νάρκη χειμερία, για να σου δώσουν άνοιξη όταν έρθει η ώρα τους. Θα τους τσεκουρώνεις, μα στ' αληθινά η ανήμπορη φαυλότητά σου μόνο θα τους κλαδεύει, θα τους ετοιμάζει να μπουμπουκιάσουν, να ανθίσουν εκεί στο πρώτο ζεστό φως.

Θα σου σκορπίσω δίπλα στις ρίζες σου διανοητές, αληθινούς, ταπεινούς και καλοκρυμμένους στα γραμμένα, και στα ειπωμένα, για να σου μιλούν για τα άγραφα, τα ανείπωτα, να διψάς. Θα σκιαγραφούν τα ολοκάθαρα που επίμονα αποφεύγεις, για να θυμάσαι τι έχασες, τι πληγώνεις, τι σπρώχνεις μακριά, τι δεν αντέχεις. Κάθε σκέψη σου, χαμένη σε έναν κυκεώνα ανούσιας περιπλάνησης, ανούσιας πλάνης, θα ψάχνει τις αλήθειες πίσω από τα λόγια τους, αλλά μάταια. Γιατί η σκληράδα σου δεν ευνοεί το σπόρο τους να ανθίσει στο δικό σου χώμα. 

Θα βάλω τους απλούς να σιωπήσουν δίπλα σου, σε κάθε γωνιά του οικοδομήματος που ζεις. Όπου στρέψεις την φλύαρη, αληθοφανή σου ασάφεια, αυτή θα στέκει ανήμπορη μπροστά στην ολοκάθαρη, ατόφια απλότητα. Κάθε μηχανή και παγίδα θα αναλωθεί σαν να πασχίζει να πιάσει τον άνεμο. Θα ηττηθείς κατά κράτος, κατ' ουσίαν, κατά συρροή, καθ' υπέρβαση αυτού που μπορείς να καταλάβεις. Οι λόγοι σου θα είναι παράλογοι, οι εκφράσεις ανεπαρκείς, τα επιχειρήματα αποτυχημένα. Η σιωπή, η σιωπή... αχ, η σιωπή...

Σε βλέπω ακόμη. Κατάματα, κι ας με αποφεύγεις. Νομίζεις ότι ρίχνοντας χώμα πάνω στη στάχτη θα πνίξεις τη φλόγα; Νομίζεις αλήθεια πως ό,τι καίει μέσα μου, μέσα σου, μέσα μας θα σβήσει με χώμα. Θυμάσαι πώς οι νεκροί γεννήσαν τις επαναστάσεις; Θυμάσαι πώς οι απόντες είναι αξέχαστοι; Νιώθεις το κενό που αντηχεί αμείλικτο όσο και αν το περιβάλλεις με κτίσματα, αντηχεί στο πρώτο χτύπημα, στον πρώτο σεισμό, στο πρώτο ρήγμα;

Θα αφήσω, λοιπόν, εκεί στην άκρη του φόβου σου, στον τρόμο της μοναξιάς, της απώλειας και του θανάτου, εκεί ακριβώς θα χαράξω ανεξίτηλα μια υπόσχεση που θα τρέμεις περισσότερο από όλα. Εκεί, σαν ωρολογιακή βόμβα που θα γκρεμίσει όλες σου τις κατασκευές, όλες τις σκέψεις, όλες τις εικασίες και τις βεβαιότητες, εκεί θα αποτυπώσω τη μεγαλύτερη αλήθεια, αχώρετη και ακατανόητη, Εκεί, στην ανείπωτη, τελευταία στιγμή, θα κρύψω πέρα από φτιασίδια και ασχήμιες, πέρα από ψέματα και υποκρισίες, πέρα από απωθήσεις και αποφυγές, πέρα από εντυπώσεις και είδωλα, ένα επέκεινα που θα σε αγκαλιάζει.

Στη πιο μεγάλη σου φρίκη και το πιο μεγάλο Ανεπίστρεπτο θα κρύψω, αμείλικτα, μια ολόλαμπρη, ολοπόθητη, τρομακτική και ολάνθιστη, μία Ανάσταση, μία Αγάπη και ένα Είναι. Θα κρύψω ολόγλυκα μια άνευ όρων Επιστροφή.