30 Δεκ 2022

Θυσία

(Σημείωση: το κείμενο αυτό πρωτογράφτηκε στις 29/10/2021, αλλά ολοκληρώθηκε σήμερα 30/12/2022).

 Ένιωσα αυτό το βάρος των ημερών. Ή μήπως ήταν ετών; Αυτή την ατάραχη βεβαρυμένη βεβαιότητα της αποτυχίας. Μιας αποτυχίας που στάζει στα κλαδιά των δέντρων, όταν τα κοιτάς. Της αποτυχίας που υφέρπει σε όλες τις συζητήσεις, στο πρόσωπο (ή προσωπείο) της πολιτικής, στις λέξεις και τον ήχο τους. Όχι, όχι, δεν είναι αποτυχία. Είναι το παγερό χέρι στην καρδιά όταν ακούς τη λέξη "ξόφλησες". Η αίσθηση ενός κόσμου ξοφλημένου χωρίς διέξοδο.

Κάτω από αυτό το βάρος, κάθε γέλιο φαντάζει πρόσκαιρο, ο ήλιος ανάπαυλα εν μέσω νεφών, και η μουσική παρηγοριά φευγαλέα πριν το θρήνο. Αλήθεια, πώς φτάσαμε εδώ;

Τα βήματά μου, πνιγμένοι ήχοι στο τσιμέντο. Το βλέμμα μου θολό σε άχρωμα σπίτια. Τα αυτιά μου με αυτήν την επίμονη, επίκτητη εμβοή τους - ένα άχρηστο παράσημο μιας μεγάλης κούρασης - να πληγώνουν  κάθε ήχο που αγκομαχώντας φτάνει στο, άτονο λες, τύμπανο του αυτιού μου. Πώς φτάσαμε εδώ; Και αυτό το εδώ, τέλος πάντων, ποιο να 'ναι; Έγινε ταβάνι χαμηλό το βάρος της καρδιάς μου και φάνηκε ανυπέρβλητο, άθραυστο, σε αυτή τη βεβαιότητά του για το παντοδύναμο της απελπισίας.

Η πρώτη ρωγμή έγινε ανυποψίαστα, αβίαστα και απλά. Δύο κορίτσια γέλασαν δυνατά κάπου κοντά μου. Δεν είχε τίποτε το προσποιητό αυτό, τίποτε το γκρίζο, καμιά δεύτερη σκέψη. Ήταν ολάνθιστο, ολόφωτο γέλιο μιας αδάμαστης νεότητας. Μα ήρθαν οι σκέψεις και είπαν: μόνο η νεότητα έχει αυτή τη χάρη, γιατί δεν ξέρει. Όλοι οι άλλοι έχουν χαθεί. Πώς φτάσαμε εδώ;

Η δεύτερη ρωγμή ήρθε κοιτώντας μια μεσόκοπη γυναίκα που περνούσε το δρόμο με τη μητέρα της. Σε ένα ιλιγγιώδες αστικό τοπίο, γεμάτο κίνηση σε εγρήγορση, ο χρόνος υποχώρησε με απλότητα μπροστά στην παραχώρηση. Οι δυο τους κινούνταν αργά, τα μεσόκοπα μέλη υπομονετικά και γλυκύτατα ακολουθώντας την αργή βεβαιότητα των γηραιών. Στο χώρο γύρω τους, χωρίς καμιάν αιτία, τα αμάξια σταματούσαν, υποκλίνονταν σε μια ζωή που δεν ξοδεύτηκε: αφιερώθηκε. Αφιερώθηκε στη γέννα - που ποτέ δεν είναι στιγμιαία - ενός κοριτσιού που έγινε γυναίκα και είχε τη λάμψη της χαρμόσυνης υπομονής. Αυτής της απλής υπομονής που φέρεται στην ηλικία όχι με παραχώρηση μόνο, όχι με συγχώρηση μόνο, αλλά με τη χαρμολύπη της γλυκύτατης συμπόνιας, της βαθιάς και απλής ανθρώπινης αγάπης. Και ήρθαν οι σκέψεις και είπαν: και ποιος ο λόγος; Είναι μόνο μία μέσα στους πολλούς; Τι αλλάζει; Πώς φτάσαμε εδώ; Και αυτό το εδώ, τέλος πάντων, ποιο να 'ναι;

Στη δουλειά βρήκα να με περιμένει ένα τεύχος από το "Κοινόν των Ωραίων Τεχνών", δώρο γλυκύτατο και σιωπηλό από αγαπημένο φίλο. Διάβασα άναυδος από κάποιον Στάθη Κομνηνό που - ως αδαής; - δε γνώριζα: "Τι ασταθής και δύσχρηστη αυτή η αφανής φτερούγα;". Και σκίρτησε μέσα μου η ανακάλυψη της φτερούγας μου, της φτερούγας που κουβαλούν ανέλπιστα όλοι οι άνθρωποι γύρω μου. Κι άλλη ρωγμή. Και ήρθαν οι σκέψεις μου και είπαν: και τι να την κάνεις τη φτερούγα είναι είναι αφανής; Γιατί ό,τι σε κάνει να έρπεις φαίνεται υπαρκτό, ορατό και ξεκάθαρο και ό,τι σου επιτρέπει να πετάς είναι "ασταθές, αφανές και δύσχρηστο"; Πώς φτάσαμε εδώ;

Το μεσημέρι - ήταν άραγε την ίδια μέρα ή κάποια άλλη χρονιά; - στην καθημερινή μας τηλεδιάσκεψη, στη 1 ακριβώς, συναντηθήκαμε όλοι οι άνθρωποι της εταιρείας να πούμε την πρόοδό μας. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι βουτάγαμε την ψωμένια μας καρδιά στην πιατέλα μιας διάχυτης αλληλοπεριχώρησης και φροντίδας. Εννιά χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία και ακόμη μπορούμε να κάνουμε τα ίδια χαζά αστεία, τα αστεία αυτά που δείχνουν πόσο χρόνια ζήσαμε μαζί. Και αντέξαμε. Στην καρδιά του πιο σκληρού καπιταλισμού, υπό το άγρυπνο βλέμμα των αριστερών δυνάμεων που δεν πιστεύουν σε εμάς και των νεο-ιδεολογικών μυθευμάτων που μας αμαυρώνουν, 8 άνθρωποι προσπαθούν με αξιοπρέπεια και καλή διάθεση να προσφέρουν για άλλον ένα χρόνο. Κι άλλη, βαθιά ρωγμή. Και οι σκέψεις μου επιτέθηκαν και είπαν: και ποιο το όφελος αν για κάποια στυγνή οικονομοτεχνική τυχαιότητα δεν μπορέσετε αύριο να είστε εδώ; Τι άλλαξε; Αυτό το εδώ, τέλος πάντων, ποιο είναι;

Το βράδυ συνάντησα τον πατέρα μου. Σαν τώρα τον βλέπω: είναι ντυμένος στα μπεζ, με την επίμονη γραβάτα του, το σακάκι που τον σκιαγραφεί, και έναν βαθύ καημό που φοράω κοντομάνικο όλο το χρόνο. Με μάλωσε πάλι, κάτι είχε να κάνει με το αυτοκίνητο που μου δανείζει. Δεν μπόρεσα να θυμάμαι το μάλωμα, γιατί αντηχούσε εύηχη η φροντίδα του και η ελπίδα του - 43 χρόνια μετά την πρώτη ελπίδα - να με κάνει σωστότερο. Και μέσα από τις ρωγμές ξεπρόβαλαν ρίζες ολοπράσινες. Και οι σκέψεις μου, ενώ ήρθαν, δεν ακούστηκαν καλά.

Πριν κοιμηθώ, κατάκοπος μετά από 13 ώρες δουλειάς, ακούμπησα το κεφάλι μου στο χέρι μου. Ήμουν γερμένος δίπλα στην αγαπημένη μου, να χαϊδεύω με τα μάτια μου την ακριβή της φιγούρα κάτω από τα κοινά μας σκεπάσματα. Θυμάμαι πριν 30 χρόνια που ονειρευόμουν με άσβηστη δίψα τη στιγμή που θα κοιμάται γαλήνια δίπλα μου αυτό το ένα κορίτσι που θα τα καταφέρουμε μαζί. Αυτή η δίψα, απαράλλαχτη κάθε βράδυ με επισκέπτεται για να σβηστεί στην ακριβή φιγούρα, την ανεπαίσθητη μυρωδιά του ζεστού κορμιού και τη μελωδία της ανάσας. Τόσος πόνος και τόση προσπάθεια έχουν λιπάνει το χώμα αυτής της αγάπης. Τόση χαρά και τόση ελπίδα, τόσο βαθιά συνένωση έχουν αποσιωπηθεί σε όλες τις ιστορίες που λέμε για αυτήν την αγάπη. Τόσος φόβος και τόσος τρόμος μάς έχει κατακλύσει όλες τις φορές που σχεδόν νικιέται αυτή η αγάπη. Σχεδόν. Γιατί δε νικιέται εύκολα η αγάπη, υπό το βάρος το αβάσταχτο ενός ξοφλημένου κόσμου;

Θραύση. Οι ρίζες ρίζωσαν.

Η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί, γιατί δεν επιδιώκει τη νίκη. Η αγάπη, η αληθινή αγάπη, δε χρειάζεται λόγο για να γελάσει. Δεν έχει πρόβλημα να περιμένει, γιατί στην αναμονή μπορεί να απολαμβάνει και να περιθάλπει αδιάλειπτα και ανεπαίσθητα τον αγαπημένο. Η αγάπη μυστικά κινεί φτερούγες που δεν ξέρουμε πως έχουμε, γιατί δε χρειάζεται να φανεί: βιώνεται. Αντανακλάται σε καθετί αληθινά κοινό, γιατί κοινό σημαίνει σχέση, κατανόηση, γιατί η συμπόρευση και η συγχώρεση είναι κτίσματα πολύχρωμα και πολυμελή. Η αγάπη κουρνιάζει στις αγκαλιές της οικογένειας, αυτής της οικογένειας που ξεκινά στα λαγόνια ή στην καρδιά, που παιδιαρίζει και μεγαλώνει στις προσπάθειες, στα έργα και τη μοιρασιά, ενηλικιώνεται και ανθίζει στη συγχώρεση, και - επιτέλους! - θεώνεται στη βαθιά, ανεπίστρεπτη ένωση της κατανόησης και του αποχωρισμού. 

Η αγάπη αναδεύει τον έρωτα μαζί με τις πίκρες και τις ομορφιές στην κούπα της ζωής, με γλύκα, με προσμονή, με υπομονή και χάρη. Η αγάπη, όταν η κούπα γεμίσει, πίνει μονορούφι όλη αυτή τη ζωή και απλώνει τα κλωνάρια της προς την επόμενη, τη γλυκύτερη και λαμπρότερη Ζωή, πάει να ενωθεί και να κεφαλαιωθεί, να γίνει η μία, αξόδευτη Αγάπη.