16 Μαρ 2020

Δυο μέρες μόνο

Δυο μέρες μόνο μου πήρε. Δυο μέρες και μία άνωθεν εντολή, καλώς δοσμένη: "να περιορίσεις τις συναντήσεις και τις εξόδους". Και ο απροσδιόριστος φόβος της λέξης "κρούσματα" δίπλα σε αριθμούς απειλητικούς - που δεν είχα με τι να τους συγκρίνω - και λέξεις πανικόβλητες - που δεν είχα πώς να πάρω το κεντρί τους.

Και άρχισαν στο μυαλό μου να συναντιώνται τα κομμάτια ενός υπέροχου παζλ, που χρόνια καραδοκούσαν στη μνήμη μου, τη στιγμή της δικής τους συνάντησης. Ένα παζλ που σε κάθε κομμάτι έχει μία ξεχωριστή ανθρώπινη ιστορία, αλλά στην εικόνα τη συνολική σκιαγραφεί την ιστορία του ανθρώπου, με χρώματα από την παλέτα της κατανόησης, του σθένους, της θέλησης, της χαράς.

Δυο μέρες πήρε, μάνα, να αφουγκραστώ τι μπορεί να σήμαινε ότι τα πόδια σου δε σε πήγαιναν πέρα από την πόρτα του σπιτιού. Να καταλάβω τι σθένος και ομορφιά έκρυβε το τραγούδι σου το καθάριο στην κουζίνα και το χαμόγελό σου, σε μία ζωή φυλακισμένη από τη σωματική καταπόνηση. Τι λάμψη και θεία χάρη φώλιαζε στο χαμόγελό σου, όταν τα πνευμόνια σου δυσκολεύονταν να σε υποστηρίξουν, αλλά η ψυχή - ανίκητη - φεγγοβολούσε αγάπη και ομορφιά, στις πιο γκρίζες στιγμές μου, σα να μην πονούσες ποτέ εσύ, σα να μη δείλιαζες ποτέ εσύ, σαν η δική σου ζωή να ήταν 25 ετών και όχι 55. Και κατάλαβα, τόσον καιρό μετά, ότι το σθένος, η ομορφιά, η λάμψη, η θεία χάρη, η αγάπη ήταν γεννήματα αυτής ακριβώς της σφυρηλάτησης που φέρνει μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες.

Δυο μέρες πήρε, θεία, να αφουγκραστώ τι σημαίνει να μην έρχεται κανείς στο σπίτι. Να είναι τα βράδια σιωπηλά και δίχως παρέα. Δίχως αναμονή για έξοδο, δίχως φωνές χαράς και πειραγμάτων. Κι όμως, πίσω από την πρόσοψη της μοναξιάς, μεσουρανούσε μία έγνοια και μία αγάπη πέρα από αποστάσεις, όρια και τοπικούς περιορισμούς. Άκουγα τη φωνή σου στο τηλέφωνο και γλύκαινε η καρδιά, σαν όλη μέρα να μάζευες αγάπη για να τη σερβίρεις - στο καλό σερβίτσιο της καρδιάς σου - το ένα αυτό λεπτό την συνδιάλεξης. Το ένα λεπτό, που αρκούσε να περνούν από γραμμές ηλεκτρικές ερωτήσεις δήθεν χαζές, για το φαΐ, για τον καιρό. Ερωτήσεις ολόγιομες από την απλή, καθημερινή έγνοια της συνύπαρξης. Αυτής της συνύπαρξης εξ' αποστάσεως, που αρκείται να μοιράζεται τα καθημερινά, για να γεννά εικόνες και αισθήματα συμπόρευσης. Για να νικά κατά κράτος την αμείλικτη, κενή μοναξιά που καραδοκεί στη γωνία. Και κατάλαβα, τόσον καιρό μετά, ότι η έγνοια, η αγάπη, η συνύπαρξη, γεννήθηκαν ακριβώς επειδή δοκιμάστηκε η ψυχή - σαν το χρυσό - στη φωτιά της δια βίου μοναξιάς.

Δυο μέρες πήρε, πατέρα, να καταλάβω πώς είναι να νιώθεις το θάνατο κοντύτερα. Να νιώθεις αυτήν την απροσδιόριστη αβεβαιότητα που γέννησε ευχές όπως το "καλό ξημέρωμα", ως τροφός αδυσώπητη της μνήμης θανάτου. Πώς κάθε μικροαλλαγή στο σώμα, κάθε αίσθηση πόνου ή δυσφορίας, μπορεί να γίνει μία σπίθα φόβου, που θα ζητά να γίνει πυρακαϊά τρόμου. Και μαζί κατάλαβα τι δύναμη φέρει η ψυχή που ανυποχώρητα προχωρά μπροστά, στηρίζει τους άλλους, διεκδικεί τη χαρά, μοιράζει την προσφορά της με γλύκα και ευστάθεια, σαν καμία σπίθα να μην υπήρξε, σαν κανένας θάνατος να μην ελλοχεύει στο αύριο. Και έτσι αντιλήφθηκα ότι η νίκη του θάρρους, ο ηρωισμός, δεν είναι μια στιγμή επιτυχίας, αλλά μία ζωή αγώνα. Μία ζωή αγώνα άξιου, ανυποχώρητου, γενναίου στην απλότητά του, μεγαλόκαρδου στην ανιδιοτέλειά του.

Δυο μέρες πήρε, παππού, να δω ένα δείγμα του πώς μπορείς να ζεις σε έναν τόπο που δεν πρέπει να κυκλοφορείς. Κι εγώ δεν απειλούμαι από κατακτητές και στρατιώτες. Δεν ακούω σειρήνες και ποδοβολητά τη νύχτα, δεν χτυπούν την πόρτα μου εχθροί. Είναι υφέρποντα όλα, σήμερα, παππού. Οι λέξεις είναι οι στρατιώτες, τα νοήματα και τα υπονοούμενα είναι τα ποδοβολητά και οι απειλές. Και στο δικό μου σήμερα δεν έχουμε δοσίλογους να μας οδηγούν στο θάνατο. Με αυτό το δείγμα, στο δικό σου κομμάτι από το παζλ, κατάλαβα - έτσι λίγο, σα μία σύντομη εικόνα - τι θα πει να ζεις στο φόβο, στηρίζοντας την οικογένειά σου σαν εσύ ποτέ να μη φοβήθηκες. Πώς είναι να συντρίβεις μέσα σου την ανησυχία, για να μπορείς να είσαι στύλος και στήριγμα, χαρά και γλύκα, αγάπη και καλοσύνη σε όσους δεν αντέχουν.

Δυο μέρες πήρε, άνθρωπε που ζεις μακριά από το σπίτι σου, να καταλάβω - έτσι σα μια θολή εικόνα - τι θα πει να σε κοιτούν οι γύρω σου με επιφύλαξη. Στα μάτια τους να μην είσαι συνάνθρωπος, αλλά δυνητική απειλή. Και κατάλαβα μαζί την επιμονή της βούλησης, τη δύναμη της απόφασης, εσύ να πολεμάς να μείνεις άνθρωπος, να χτίσεις την - εκ των προτέρων πληγωμένη - εμπιστοσύνη εκ νέου. Να μιλάς με ανθρώπους που δε σε κατανοούν, όχι γιατί η γλώσσα είναι ξένη, αλλά γιατί οι καρδιές είναι ξένες, και στέκουν σε απόσταση. Και με όλα αυτά, στο δικό σου κομμάτι του παζλ, σεβάστηκα την πυγμή της ψυχής και της πράξης, που σε κάνουν να είσαι ο εαυτός σου, που κρατούν τα πιο πολύτιμα κειμήλια του σπιτιού μαζί σου, παρά τις δυσκολίες: την αγάπη σου για το συνάνθρωπο, την αξιοπρέπεια και την επιμονή για κάτι καλύτερο.

Δυο μέρες μόνο, λοιπόν, και η ζωή έφερε το πτυχίο σε κρυφά μαθήματα ετών. Και μέσα στο παζλ των ιστοριών, κάθε κομμάτι που συνέλεξα, φαίνεται ποτισμένο με δυσκολία, πόνο και δοκιμασία. Κάθε κομμάτι όμως, θαρρώ, απεικονίζει μία υπέροχη ιστορία ανθρωπιάς. Σκιαγραφεί την αγέραστη και άχρονη πορεία μιας ανθρωπότητας χωρίς διακρίσεις: γενιές που περάσαν και που θα έλθουν, δοκιμασμένες κι αυτές σε ίδιους πόνους, πόθους, χαρές, νίκες και πορείες.

Σειρά μου, τώρα, να κρεμάσω την όμορφη αυτή εικόνα στο εικονοστάσι της καρδιάς μου, για να 'χω κάτι από την αγιοσύνη της πανανθρώπινης συμπόρευσης να μοιραστώ μετά τις δύο μέρες. Στην υπόλοιπη ζωή, που - πανίσχυρη μες στη θνητότητά της - μου δωρίστηκε, για να την μοιραστώ με όσους αγάπησα, με όσους θα αγαπήσω.