30 Ιουν 2015

Μία ιστορία εν κρίση και υπό κρίση

Είμαι 37 ετών. Έζησα και ζω μέσα στις δεκαετίες του 1980, 1990, 2000, 2010. Έζησα και ζω από μέσα τη θλιβερή πορεία μίας χώρας και, τελικά, ενός λαού, που εξαθλιώνει και εξευτέλιζει τον εαυτό του.

Τον εξαθλίωνε αρχικά όχι υλικά, αλλά ηθικά. Με την πλήρη συνέργεια ή και πρωτοπορεία των αρχών και της κρατικής εξουσίας, άνθισε η διαφθορά. Με κυβερνητική εντολή τα χρήματα που έρχονταν από δάνεια ή από τον ιδρώτα των πολιτών μοιράστηκαν σε πληθώρα επιτηδείων, σε όλα τα επίπεδα επαγγελματικής και πολιτικής δράσης.  Το δικαστικό σύστημα υποβαθμίστηκε και εξευτελίστηκε, χωρίς να υπηρετεί ούτε την ανεξαρτησία, ούτε την ηθική, ούτε τον νόμο και, σίγουρα, όχι τον πολίτη, τον άνθρωπο, τον αδικημένο.

Με την πλήρη στήριξη του διεθνούς τραπεζικού συστήματος ανακαλύψαμε το χρυσωρυχείο του χρηματηστηρίου, το πάθος του τζόγου και την ανεξιχνίαστη χαρά του δανείου. Υπουργοί, τραπεζικοί και πολίτες μάθαιναν εαυτούς στην ακατάσχετη, ξεδιάντροπη, ανήθικη πρακτική της εκμετάλλευσης, της υπεξαίρεσης, της μίζας, των πελατειακών σχέσεων, της δανεικής καλοπέρασης.

Σε αυτό το κλίμα μεθυσμένης παρακμής, οι Έλληνες γίναμε νεόπλουτοι, νεοέλληνες (κατά Πανούση), αυτάρεσκοι, ηδυπαθείς, γκρινιάρηδες χωρίς ουσία, πολυλογάδες, άκρατα υλιστές, πνευματικά φτωχοί, αλλά με γνώμη επί παντός επιστητού. Κληρονομήσαμε ό,τι επικίνδυνο από εταίρους, συνεταίρους, μέντορες, επιδοτούντες του εξωτερικού: την τυφλή πίστη σε ένα οικονομικό σύστημα με εγγενή προβλήματα και κινδύνους, την αδιαφορία για το συνάνθρωπο, τον άχρηστο, άθλιο, υπεκφεύγοντα πολιτικό λόγο. Προσωποπαγή κόμματα πουλούσαν φτηνά λόγια με ακριβές τιμές κι εμείς αγοράζαμε ασύστολα, ήμασταν οπαδοί, φερέφωνα, ανδρείκελα των ίδιων των εκμεταλλευτών μας. Ανεχόμασταν, σε αυτή τη μέθη, τα ψέματα από τους ίδιους τους ηγέτες μας, συγχωρούσαμε τους απατεώνες και λοιδωρούσαμε τους εντίμους. Δεχόμασταν το ότι το κράτος (φορολογικά και όχι μόνον) μας αντιμετώπιζε ως απατεώνες, αποδεχόμασταν μέτρα που ευνοούσαν τους παρανομούντες. Οι εφημερίδες είχαν ξεκάθαρες αποχρώσεις και συνηθίσαμε τίτλους και υποτίτλους μέσα στη διαπλοκή. Ήμασταν απαθείς, αλλά πάντα μέσα στα πάθη και τις ηδονές, που μας έκαναν πιο εξαρτημένους όλο και περισσότερο. Κι έτσι συνηθίσαμε το "σύστημα". Αγαπήσαμε το "σύστημα". Γίναμε το "σύστημα".

Αυτή η πορεία, στα δικά μου μάτια, φάνταζε σαν ένα τραίνο που αύξανε συνέχεια την ταχύτητα, πάνω σε σάπιες ράγες. Φάνταζε έτσι εδώ και 20 χρόνια. Με σοκάρει το πόσο πολλά είναι αυτά τα χρόνια και το πόσο λίγα κάναμε για να διορθωθούμε στην πορεία. Κάθε χρόνο είχα την ελπίδα ότι θα είμαστε και καλύτεροι, και δεν ήταν τότε τα χρήματα που έλειπαν, ούτε η ελπίδα. Τότε φαινόμασταν να είμαστε σε καλή κατάσταση, υπήρχε ροή χρήματος (έστω και κλεμμένων, ή δανεικών), αλλά δε γίναμε καλύτεροι. Και είχαμε ακόμη δραχμή.

Η μέθη άρχισε να φεύγει με τις πρώτες ενδείξεις εκτροχιασμού. Δεν είμαι δημοσιογράφος και έχω πρόβλημα με τις χρονολογίες, αλλά μπορώ να μιλήσω για το σοκ της κατάρρευσης του Χρηματιστηρίου κοντά στο 2000. Επί μήνες πιστεύαμε ότι "δεν μπορεί να συνεχίσει αυτή η πτώση". Οικογένειες έχασαν τα υπάρχοντά τους. Αγρότες είχαν πουλήσει σπίτια, χωράφια ή ζώα για να γίνουν πλούσιοι και τώρα η ελπίδα διαψευδόταν. Τότε στις εταιρείες πληροφορικής και τις χρηματιστηριακές εταιρείες (και τις λεγόμενες ΕΛΔΕ)άνθρωποι έχαναν τη θέση τους κατά δεκάδες.


Όταν μπήκαμε στο Ευρώ για μήνες ήμασταν σοκαρισμένοι από την άνοδο των τιμών. Η τυρόπιττα αύξησε 3 φορές την τιμή της (από 100 δραχμές, περίπου 0.3 Ευρώ, πήγε στο 1 Ευρώ), το ψωμί αναλόγως, τα ρούχα και ένα σωρό άλλα πράγματα έγιναν πηγές παράλογου κέρδους. Πάρα πολλοί κλάδοι επωφελήθηκαν από αυτό το μούδιασμα των καταναλωτών και αύξησαν τις τιμές τους κατακόρυφα. Η αγοραστική αξία του μισθού άλλαξε ριζικά, κυρίως σε προϊόντα χαμηλού κόστους και πρώτης ανάγκης. Για αυτό δεν έφταιγαν οι κυβερνήσεις πλέον. Έφταιγαν οι εταιρείες και οι επιχειρήσεις και, τελικά, οι άνθρωποι που τις στελεχώνουν. Και πάνω από όλα, έφταιγαν οι καταναλωτές, που πλέον (ή από πάντα;) δρούσαν ως μονάδες και δεν είχαν καμία κουλτούρα ή λογική συνεργασίας, για να ασκήσουν συλλογική πίεση.


Όλα αυτά τα χρόνια, σημειώνω, ότι η κομματική σαπίλα εισέρεε, ή εγκαθιδρυόταν, και στα Πανεπιστήμια όλο και περισσότερο. Οι φοιτητές και οι καθηγητές ανέχονταν κομματικές θέσεις - προδιαγεγραμμένες γραμμές υπό το πρίσμα κομματικού κέρδους - στην εκπαίδευση, εξυπηρετήσεις από καθηγητές σε συγκεκριμένες παρατάξεις. Οι φοιτητές γινόντουσαν, από πολίτες, κομματόσκυλα. Στις συνελεύσεις ζούσαμε εικόνες στεγνής, χυδαίας πολιτικής γλώσσας και ανούσιους διαξιφισμούς, βαφτισμένους με ιδεολογικό λεξιλόγιο.
Η αξιοκρατία, σε καθηγητές και φοιτητές, υπονομευόταν με κάθε ευκαιρία. Το σύστημα εκπαίδευσης αποτύγχανε σε κάθε του βήμα. Και ήταν μόνο ο επίμονος, προσωπικός αγώνας που μπορούσε να διαφοροποιήσει τον έντιμο από το λαμόγιο, τον άξιο από τον ανάξιο.

Τα επόμενα χρόνια το σύστημα προπαγάνδας εξελισσόταν όσο πήγαινε και περισσότερο. Τα ιδιωτικά κανάλια άρχισαν να ρίχνουν δραματικά το επίπεδο των εκπομπών. Οι ειδήσεις αύξαναν τους καλεσμένους (εμφανίστηκαν και πλήθυναν τα παράθυρα) και μείωναν την ουσία. Η ερμηνεία των νέων έγινε σημαντικότερη από τα ίδια τα νέα, ακόμη και στις εφημερίδες. Οι δημοσιογράφοι έγιναν περσόνες σε ένα ανερχόμενο "σταρ σύστεμ". Διάττοντες που παραγκωνίζονταν - και ακόμη το κάνουν - χωρίς αιδώ και τιμή, κάνοντας προκλητικές ερωτήσεις σε καλεσμένους χωρίς ουσία, χωρίς απαντήσεις, χωρίς σημασία.

Οι αγώνες των πολιτών παρουσιάζονταν ως τρομοκρατία ή αναρχική δράση ή γραφικότητα, όλο και περισσότερο. Η Αμερικανική πρακτική της διαφοροποίησης των "τρομοκρατών" από όλες τις άλλες κατηγορίες εγκληματιών εφαρμοζόταν όλο και περισσότερο και ξεκίνησε να γίνεται αποδεκτή. Η τρομολαγνία άρχισε να είναι το βραδυνό του τηλεοπτικού πολίτη. Κάθε μέρα και μία μικρή δόση τρόμου, η οποία την επομένη θα αυξανόταν. Αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε νέες έννοιες που επαναλαμβάνοταν συστηματικά σε όλα τα μέσα, για να διασφαλίσουν την εξοικείωση των πολιτών. "Ασύμμετρη απειλή", "Γνωστοί άγνωστοι", "Τραγωδία", "Μακελειό", "Απελπισία", "Καταστροφή" ήταν λέξεις που αναφέρονταν σε καθημερινή βάση. Τα δελτία ειδήσεων απέκτησαν sound track για να κινήσει συναισθηματικά τον θεατή. Ο ηδυπαθής ιδιώτης άρχιζε να φοβάται ότι θα χάσει τη θέση του στο πάνθεον της καλοπέρασης και αντίπαλοι ήταν οι άγνωστοι, επικίνδυνοι, πανταχού παρόντες άγνωστοι, οι τρομοκράτες.

Οι κυβερνήσεις, σε ένα αυστηρά δικομματικό σχήμα, είχαν διατηρήσει αλληλουχία εξουσίας και η ψήφος έγινε αντι-ψήφος. Πάντα ψήφιζες αυτόν που δε σε είχε προδώσει πρόσφατα. Η πολιτική μνήμη περιορίστηκε στην τετραετία (στο καλύτερο) και ήρθαν νόμοι που διασφάλιζαν το απυρόβλητο κάθε προηγούμενου πολιτικού εγκληματία.

Κι ύστερα ήρθε η τρομοκρατία του χρέους. Μετά από χρόνια πορείας όλων των πολιτικών μας, με τη συνοδεία των Ευρωπαϊκών μηχανισμών ελέγχου - που ή ήταν ολοκληρωτικά άχρηστοι ή απλά εσκεμμένα εθελοτυφλούσαν ή εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία - ανακαλύψαμε ότι ήμασταν στο χείλος του γκρεμού. Σημειώνω ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια είχαμε ακόμη και βραβευμένους διεθνώς πολιτικούς και υπουργούς οικονομικών. Ο όρος "δημιουργική λογιστική" μέχρι πρόσφατα εκθείαζε την εκλεπτυσμένη απάτη. Αλλά πλέον οι όροι και τα βραβεία δεν μπορούσαν να σώσουν το μόνο ενδιαφερόμενο: τον πολίτη.

Οι επόμενες χρονιές έφεραν σειρά εκπλήξεων. Τρανές δηλώσεις όπως "λεφτά υπάρχουν", "μαζί τα φάγαμε" άρχισαν να ρίχνουν τις μάσκες. Οι δημοσιογράφοι υπηρετούσαν, όλο και πιο εξαρτημένοι, το σύστημα που κατεύθυνε το χρήμα σε συγκεκριμένες τσέπες. Ζήσαμε φαινόμενα αλληλοκατηγορίας μεταξύ καναλιών της τηλεόρασης, που εξυπηρετούσαν διαφορετικά συμφέροντα. Το έργο ολοκληρωνόταν.

Το κύκνειο άσμα του ψεύδους ήρθε τα τελευταία 3 χρόνια. Πλέον οι πολιτικοί δεν έκρυβαν καθόλου το γεγονός της υπεξαίρεσης, της σπατάλης, της κοροϊδίας. Άρχισαν να μιλούν απροκάλυπτα, να ανατρέπουν τις υποσχέσεις τους την επομένη της εκλογής τους, αποκαλύφθηκαν (προφανώς κατευθυνόμενα) ασυδοσίες και αδιαφορία για το νόμο σε πληθώρα βουλευτών. Και όλα αυτά, με τη σταθερή, μουδιασμένη, άρρωστη ανοχή μας. Στις εκλογές ανεχόμασταν τους ξένους πολιτικούς να εκβιάζουν ψήφο, στους χώρους εργασίας οι εργοδότες ξεδιάντροπα απειλούσαν τους υπαλλήλους και τους εκβίαζαν για το τι να ψηφίσουν.

Και σε όλη αυτήν την πορεία, όλα αυτά τα χρόνια, οι τράπεζες δρούσαν και δρουν σιωπηλά. Το χρήμα περνά σταθερά από μέσα τους, εμφανίστηκαν δικλείδες που διασφάλιζαν την ύπαρξή τους, τη συντήρησή τους από το σύστημα. Στην κατάρρευση του κράτους δεν ενδιαφερόμασταν για το κράτος, αλλά για τις τράπεζες. Δηλαδή απέκτησε ουσία και εξουσία ένα αποθετήριο χρημάτων. Οι συναλλαγές που δεν γίνονται μέσω τραπέζης πλέον δε θεωρούνται καν νόμιμες. Στις εξαγγελίες αλλά και στις πράξεις τους οι πολιτικοί έδιναν δανεικά σε ένα τραπεζικό σύστημα καταδικασμένο από τις πρακτικές του, ενόσω επιχειρήσεις έκλειναν κατά χιλιάδες και άνθρωποι βρίσκονταν στο δρόμο. Ενόσω η υγεία, η παιδεία, η έρευνα καταβαραθρώνονταν, οι τράπεζες δέχονταν στήριξη. Γιατί το "σύστημα" στο οποίο πατάμε χτίζεται επάνω τους.

Και είδα τους ανθρώπους να αρρωσταίνουν, τα ψυχολογικά προβλήματα να αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς. Μου είναι πλέον πολύ δύσκολο να βρω άνθρωπο χωρίς κρίσεις πανικού, χωρίς εθισμό στα τρομολαγνικά νέα, που να μην επιζητά απόλυτη βεβαιότητα και έλεγχο του αύριο. Η αβεβαιότητα που μας προκαλούν οι απειλές γιγαντωνόταν, και όποιος δεν έχει πίστη δεν μπορεί να σταθεί σε αυτό το έδαφος της κινούμενης άμμου. Μας εξέθεσαν σε όρους που δε γνωρίζαμε, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς: spreads, capital control, επαχθές χρεός, μνημόνιο. Κι άλλοι όροι, κι άλλη ανάγκη για πληροφόρηση. Και όσο περισσότερη πληροφόρηση, τόσο λιγότερη η αντίληψη της σταθερότητας. Και όλοι να σου μιλούν για τη δύναμη του ενός, του ιδιώτη, του ατόμου να αλλάξει την ιστορία. Όλοι να ρίχνουν πάνω σου το φταίξιμο για ό,τι λάθος γίνεται. Και να μιλούν για ευθύνες του πολίτη για αυτά που γίνονται σε όλον τον κόσμο. Λες και δεν ήταν ήδη πρόβλημα το ότι δεν έχεις έλεγχο στη γειτονιά σου, μας φόρτωναν κι άλλες ευθύνες. Σαθροί αντιπερισπασμοί, όπως τα σεξουαλικά σκάνδαλα που έσκαγαν στην επικαιρότητα παράλληλα με σημαντικές ψηφοφορίες και πολιτικές αποφάσεις.

Η κοινωνία άρχισε τότε, με τους αργούς ρυθμούς, σαν νωχελικός γίγαντας, να αντιδρά. Οι νέοι άνθρωποι, κάποιοι από αυτούς, μύρισαν τη σαπίλα και την παρανοϊκότητα και άρχισαν να κάνουν σιωπηλό έργο. Τοπικές ομάδες και πρωτοβουλίες, οργανισμοί και συλλογικότητες ήρθαν να αποτελέσουν δίχτυ ασφαλείας για το τραίνο που εκτροχιαζόταν με καταστροφικές συνέπειες. Αλλά αυτό το τραίνο είχε ορμή 20 ετών.

Εκεί που δουλεύω πάνω από το 30% των ανθρώπων που συνεργάζομαι τρέφουν την οικογένειά τους ή και άλλες οικογένειες ως μόνοι εργαζόμενοι, συνήθως με πενιχρούς μισθούς. Στον κύκλο μου η ανεργία είναι στην καθημερινή διάταξη. Στις προσπάθειές μας το κράτος επιμένει να είναι αντίπαλος και όχι αρωγός. Εξακολουθεί να μας θεωρεί απατεώνες. Εξακολουθεί να μας περιορίζει σε ό,τι έντιμο κάνουμε, πιέζοντάς μας προς την παρανομία. Πολεμά ό,τι ηθικό έχει απομείνει μέσα μας με τις διαδικασίες του.
Καμία από τις κυβερνήσεις που έζησα δε στάθηκε αντάξια του έργου της, των υποχρεώσεών της, της εμπιστοσύνης μας, των αναγκών μας. Στη γειτονιά μου οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κλείσει. Πολλές από αυτές το άξιζαν γιατί δε σέβονταν κανέναν, ούτε πελάτη, ούτε νόμο, ούτε ήθος. Πολλές άλλες δεν το άξιζαν. Σε αυτό το περιβάλλον, που στα νοσοκομεία οι νοσηλευτές και οι γιατροί βάζουν χρήματα από τις τσέπες τους για γάζες, αν κάποιος προσπαθεί να με πείσει ότι δεν έχουμε ήδη χρεωκοπήσει, νιώθω ότι με κοροϊδεύει.

Αλλά από όλα τα παραπάνω δεν νικιέται ένας λαός. Από όλα τα παραπάνω, αν το θέλει, μαθαίνει. Τα πράγματα που μπορούν να τον νικήσουν μετά από όλα αυτά είναι η διχόνοια και η απραξία. Τα πράγματα που μπορούν να τον καταστρέψουν είναι η εμμονή στην ανηθικότητα, ο εγωισμός, η αποχή από την ουσιαστική, πολιτική (και όχι κομματική) δράση. Το πράγμα που μπορεί να τον νικήσει είναι ο φόβος.

Αυτές τις ημέρες τρέξαμε να μαζέψουμε χρήματα, τρόφιμα, βενζίνη ενώ δε γινόταν πόλεμος. Και με αυτόν τον χαζό τρόπο, αυτήν την σπασμωδική κίνηση πανικού που κάναμε, νικημένοι από την προπαγάνδα, αποκαλύψαμε τις αδυναμίες των τραπεζών να μας επιστρέψουν τα χρήματά μας. Και η αντίδραση, που επιτρέπει ο νόμος κι εμείς ανεχόμαστε, είναι ότι οι τράπεζες δε μας αφήνουν να πάρουμε τα χρήματά μας. Δεν είναι αποτυχία του κράτους αυτή. Είναι κρίση που δημιουργούμε εμείς και που διασφαλίζει το τραπεζικό σύστημα. Το άρρωστο, ανήθικο, προκλητικό, αδηφάγο σύστημα που χρόνια παρασιτεί στα πλευρά όλων των χωρών, στα πλευρά όλων των πολιτών.

Ένας λαός με ομοφωνία, με αλληλοϋποστήριξη, με ήθος, με πάθος και με συστηματικότητα μπορεί να πετύχει πολλά. Μπορεί να ξεμπροστιάσει και να αλλάξει τις πρακτικές που τείνουν να κάνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ηγεμονία - όπως τόσες άλλες ενώσεις στην ιστορία. Ένας λαός με ομοψυχία  μπορεί να προστατέψει τους πολίτες, τους αδύναμους, να χτίσει στα όνειρα των ανθρώπων της, να κινητοποιήσει τους άλλους λαούς. Να πολεμήσει την προπαγάνδα, να επικοινωνήσει αδυναμίες και δυνάμεις του συστήματος, να βελτιώσει, να εξελίξει και να εξελιχθεί για να μην ενδώσει σε ένα καταστροφολογικό μέλλον.

Αυτά τα χρόνια που ονομάζουμε "χρόνια της κρίσης", για εμένα ήταν περισσότερα από 20.  Δεν αποτελεί έκπληξη η εξέλιξή μας. Δεν αποτελεί έκπληξη το πόσος αγώνας χρειάζεται για επιβίωση. Δεν είναι θαυμαστό το πόσες προσδοκίες διαψεύστηκαν, πόσα ψέματα αποκαλύφθηκαν. Αλλά ελπίζω σε μία και μόνη έκπληξη: στο θαύμα του ανθρώπου. Στο πώς ένας λαός θα δεχθεί το ότι έχει κάνει λάθος, το ότι επέτρεψε και υπέθαλψε τον εξευτελισμό, την ανηθικότητα, τον εγωισμό. Στο πώς ένας λαός, σήμερα, θα ξεκινήσει να αντιμετωπίζει την κρίση στηρίζοντας άφοβα δρόμους που θα του επιτρέψουν να ανακάμψει. Πρώτα αλληλέγγυα και συλλογικά, και ύστερα - ως συνέπεια - ατομικά.

Όλες τις επόμενες ημέρες της ζωής μου, που καλούμαι να πάρω αποφάσεις για ένα πιθανό (και επ' ουδενί προδιαγεγραμμένο ή σίγουρο) μέλλον μου, θέλω να έχω μόνο ένα πράγμα στο μυαλό μου: να μη φοβούμαι. Με συνείδηση των δυσκολιών που προκύπτουν σε κάθε βήμα μας, με τη γνώση όλων των λαθών που έκαμα, να επιλέξω τον δρόμο που θα θεωρώ ότι είναι ο ηθικά σωστός. Αυτόν που ζητά πολλά και δίνει περισσότερα σε όλους. Ηρωισμός δεν είναι το να μη φοβάσαι, αλλά το να υπερβαίνεις το φόβο σου για αυτό που θεωρείς καλό. Κι αυτό είναι ένα μάθημα που μου το έμαθε όλη η ιστορία που βίωσα και αυτή που ξέρω εκ μεταφοράς. Και δε θέλω να επιτρέψω να το ξεχάσω.


Το κείμενο αυτό το έγραψα γιατί δεν μπορώ να προσποιούμαι άλλο ότι τώρα γεννήθηκε η κρίση. Γιατί δεν μπορώ άλλο να αρκούμαι στο να πληρώνομαι, χάρη στις προσπάθειες πολλών αξιόλογων ανθρώπων, από χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το κράτος μου υποδουλώνεται. Γιατί δε θέλω άλλο να νιώθω ότι όλοι φοβόμαστε για το σαρκίο μας και μόνο. Γιατί δε θέλω να θεωρώ μόνο τα διλήμματα που μου θέτουν οι πολιτικοί μου ως καθοριστικά στη ζωή μου, ενώ συχνότατα αυτά δεν έχουν νόημα και στηρίζονται σε επικοινωνιακά τρυκ και προπαγάνδα.

Το έγραψα, γιατί πάντα οι ήρωες δεν ήταν μόνο αυτοί που τα ονόματά τους γράφονταν στα βιβλία. Και αυτή τη στιγμή χρειάζομαι τέτοιους ανώνυμους ήρωες. Για να μη νικηθεί η ελπίδα μίας ανάκαμψης με ουσία, με αγάπη, με ελπίδα ευσταθή, με πίστη, με ήθος, ακόμη και μέσα από δύσκολους δρόμους και σε δύσκολους καιρούς. Τα πολιτικά γεγονότα είναι πυροτεχνήματα. Η ζωή όλη είναι η ουσία. Το πώς επιλέγεις να διάγεις. Σε αυτό εντάσσεται και η πολιτική σου θέση και πράξη.

1 σχόλιο:

Παρακαλώ αποφύγετε περιεχόμενο υβριστικό ή ανούσια προκλητικό. Είναι θέμα αμοιβαίας προσπάθειας να διατηρηθεί αυτός ο ιστοτόπος ως ένας ιστοτόπος με σεβασμό στη γνώμη, με καλή πρόθεση και συνεργατικότητα.