27 Αυγ 2024

Ανέστη

Ανάθεμά σε, Χάρε οικτρέ, ανήλιαγο κουφάρι της ύπαρξης. Προδότη και ανυπόμονε, άπονε και αχόρταγε, που τυφλά ζητάς και από αυτούς που δε χρωστάνε.

Το πιο πικρό είναι ότι σε εγώ σε γέννησα, ο ανήμπορος και ψεύτης, την πρώτη εκείνη ώρα και κάθε ώρα που άφησα συνειδητά την πρώτη εκείνη Αγάπη για ένα ψέμα.

Ανάθεμά σε, Χάρε ύπουλε, άρπαγα και μέθυσε, σιχαμένε ληστή της νιότης, του όνειρου και της αξιοπρέπειας. Κρύβεσαι στα σκοτάδια και εμφανίζεσαι στα φώτα, να κλέψεις την παράσταση της ζωής μας.

Το πιο στριφνό είναι πως σε δυναμώνω όταν σε ξεχνώ, όταν τα μάτια μου γυρνώ αλλού να μη σε αντικρύσω. Εκεί αναθάλλεις και αδημονείς, σαν κάνω πως δεν υπάρχεις και δε θα υπάρξεις ποτέ.

Ανάθεμά σε, Χάρε νταή, ξεδιάντροπε και ξιπασμένε. Ανυπότακτα, λες, θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες, και σε κάναμε πρόσωπο, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε απέναντί σου και να σε φτύσουμε κατάμουτρα.

Ανάθεμα, γιατί μου θυμίζεις κάθε μέρα τι δεν είμαι, τι δεν έκανα, πόσο τρεμάμενα προσπαθώ να υπάρχω. Χασκογελάς με την πίστη μου, γελοιοποιείς τα αστεία μου, μειδιάς στη μουσική μου, κοροϊδεύεις το χορό μου, και -πάνω από όλα- τσαλακώνεις τις αγάπες μου.

Κι όμως, καταραμένε τελώνη της ζωής, βαρκάρη άχαρε και σύμβουλε σκληρέ, νικήθηκες. Και το μυαλό μου ακόμη δε το χωρά αυτό, το πιο οξύμωρο, το πιο μυστήριο, το πιο ανέλπιδο και τρομακτικό: πως, σαν φύγω, δουλικά θα μου ανοίξεις την ολοσκότεινη την Πόρτα για την πρώτη Πατρίδα, για την αληθινή Ζωή που στερήθηκα, κι εκεί στο Ύστερα θα έχω την άσβεστη ελπίδα για τη Συνάντηση, πέρα από πόνο και φθορά, με όλες τις αγάπες τις χαμένες στο πρόσωπο της Μίας.

Χάρε, ανήμπορε και αξιοθρήνητε, πριν φύγουμε όλοι, με λερωμένα ρούχα, κατατσαλακωμένοι και άχρωμοι, σαν πένητες και νικημένοι, σαν ταπεινοί και παραδομένοι -για τελευταία φορά- θα σε κοιτάξουμε αυστηρά μα με χαμόγελο, γιατί την Πόρτα αυτή ποτέ εσύ δε θα περάσεις.

 Ανέστη.

8 Μαΐ 2024

Ανίκητη

Την είδα να περιστρέφεται, σα σε χορό, και να ζαλίζεται χωρίς να σταματά, στον ίλιγγο ζητώντας την ελευθερία της. 

Να λερώνεται στη λάσπη, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο επίμονα, σα να ζητά το κοίτασμα μέσα στο βούρκο. 

Στεκόταν, άλλοτε, σιωπηλή στην άκρη του γκρεμού, να ζυγιάζεται απέναντι στους αέρηδες, για να δει ποιος είναι πιο ανάλαφρος, πιο γρήγορος και φευγαλέος.

Μέσα στην παγωμένη θάλασσα την είδα να μετριέται με τα κύματα, όλο και πιο μεγάλα, όλο πιο απειλητικά κύματα, με αυταπάρνηση και λήθη, αλλά με ένα βάθος δυσθεώρητο.

Απάνω στη γης της ένιωσα να ιδρώνει, δίπλα σε άλλες ζωές, ζωώδεις και συντροφικές, για να βοηθήσει την πέτρα να γεννήσει. Αυλακιές σε αυλακιές, σαν τις ρυτίδες τις ιερές του δοκιμασμένου, τις όμορφες του χαμόγελου, τις σκληρές του καμάτου, τη ζώνανε, μα η ίδια αναπάντεχα ατσαλάκωτη στην απλότητά της.

Μιαν άλλη εποχή, σε άλλο τόπο, την είδα να τη φτιασιδώνουν άχαρα, χαλνώντας με πλουμίδια τη δωρική της ύπαρξη, τη στιβαρή της λεπτότητα και χάρη, που συγκινεί τα μάτια που δύνανται να δουν.

Σε καπηλειά είδα να βιάζει τον εαυτό της, σε πολέμους να ζητά το δίκιο, σε φυλακές τη λύτρωση και σε ολόθερμα, φλεγόμενα συλλαλητήρια να εκδύεται τη μοναδικότητά της, δώρο στο πλήθος ή στον όχλο.

Την είδα να υφαίνει με αγάπη ιστορίες που δεν έζησε, να κοιτιέται στον καθρέπτη άλλων, να κλαίει πινελιές και να γελά τραγούδια, να αναθεματίζει πόνους και να ευλογεί χαρές.

Την είδα να ξεχειλίζει με δύναμη, όταν χέρια και πόδια ενέδωσαν, να μεγαλώνει στη συρρίκνωσή της, να αναλάμπει στην απλότητα και να ορθώνει ανάστημα μεγαλύτερο από βουνά, κραταιότερο από ωκεανούς, πιο ανίκητο από το χρόνο.

Ολάνθιστη την είδα να στέκεται μπροστά σε μύριους βωμούς, μα ένας μόνο να της πρέπει. Και νύφη ολόδροση να γίνεται μόνο στο δώσιμο, στη μοιρασιά, στη γενναιοδωρία και τη συγχώρεση.

Ω, ψυχή, μεγάλη αναζητήτρια, μεγάλη αθλήτρια, μεγάλη προδωμένη!

Ω, ψυχή, αντιλάλημα αθανασίας σε έναν κόσμο θανάτου!

Ω, ψυχή, που μια ζωή τη ζεις μες στις σκιές, το σπήλαιο προσπαθώντας να νικήσεις - τη θανατερή θαλπωρή του γνωστού - για να ντυθείς την ομορφιά μιας Ελευθερίας, που μόνο μέσα από το θάνατο νικιέται!

Ω, κατάκοπη, ανίκητη, Ψυχή!